Το 1821 μέσα από το βιβλίο Ιστορίας της Γ` Λυκείου*
Η χειραγώγηση της συνείδησης μέσω της Ιστορίας είναι μια πολύμορφη και σύνθετη διαδικασία. Περιλαμβάνει τη συνδρομή μιας σειράς μέσων, που δρουν ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα διαμόρφωσής της (Κατώτερη, Μέση και Ανώτερη Εκπαίδευση, Πολιτισμός, ΜΜΕ, κ.ά.). Σε αυτά προστέθηκε πρόσφατα και η απόπειρα του ΣΚΑΪ να αποδώσει με τηλεοπτικούς όρους το 1821. Η εν λόγω σειρά δεν είναι άσχετη με το αντικείμενο του σημερινού μας άρθρου. Κοινός τους παρανομαστής δεν είναι απλά ο κ. Θ. Βερέμης (εκ των βασικών συντελεστών της σειράς και επικεφαλής της ομάδας «κριτών - αξιολογητών» του βιβλίου Ιστορίας της Γ` Λυκείου), αλλά η ουσία της χειραγώγησης της Ιστορίας που επιχειρείται.
Με μια πρώτη ματιά στις «επίμαχες» ενότητες του βιβλίου, αμέσως συνειδητοποιεί κανείς την απουσία των κοινωνικών τάξεων, των κινητήριων δυνάμεων της Ιστορίας, από την ίδια την Ιστορία. Οι κοινωνικοταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που σημάδεψαν και εν πολλοίς καθόρισαν τις ιστορικές εξελίξεις τη δοσμένη περίοδο (τέλη 18ου - αρχές 19ου αιώνα), τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και γενικότερα, αμβλύνονται έως και αποσιωπούνται εντελώς.
Γεγονότα, πρόσωπα και ιδέες απογυμνώνονται από το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, την υλική βάση, μέσα από την οποία αναδείχθηκαν και απέκτησαν ιστορικό ρόλο.
Η αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων εμφανίζεται λίγο - πολύ ως ένα απλό, ασύνδετο ή ακόμα και τυχαίο άθροισμα ημερομηνιών, προσώπων, τοπωνυμιών και ούτω καθεξής. Λείπουν το υπόβαθρο, οι γενεσιουργές αιτίες, οι βαθύτερες διεργασίες που τα συνδέουν και τους δίνουν περιεχόμενο.
Το βιβλίο ξεκινά από το 1815, την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας και τη λεγόμενη «παλινόρθωση» του «παλαιού καθεστώτος». Με άλλα λόγια, εισάγει τον μαθητή σε μιαν ιστορική εποχή από ένα γεγονός που ουσιαστικά επήλθε ως συνέπεια ενός άλλου. Το άλλο (η Γαλλική Επανάσταση) έρχεται εκ των πραγμάτων σε δεύτερη μοίρα. Η αντίδραση εδώ προηγείται της δράσης.
Η «παλινόρθωση», αναφέρει το βιβλίο, αποσκοπούσε στο «να αναχαιτιστούν οι δυνάμεις της ανατροπής που είχε εκθρέψει η Γαλλική Επανάσταση» (σελ. 11).
Ομως, οι δυνάμεις αυτές έκαναν την επανάσταση και δεν τις εξέθρεψε η επανάσταση. Οσο για το ποιες ήταν αυτές οι δυνάμεις, δε θα το μάθουμε ποτέ. Ούτε θα μάθουμε τι ήταν η Γαλλική Επανάσταση στην ουσία της. Για το ποια ήταν η ηγετική, η κινητήρια δύναμή της: Η ανερχόμενη αστική τάξη (που της προσέδωσε και το συγκεκριμένο περιεχόμενο - χαρακτήρα). Το πώς, το γιατί έφτασε να διεκδικεί την εξουσία και από ποιον (ανάπτυξη του καπιταλισμού, του καινούριου, πάλη και ρήξη με το φεουδαρχισμό, του παλιού, που αποτελούσε πια τροχοπέδη στην παραπέρα ανάπτυξή του).
Οι κοινωνικές τάξεις εξαλείφονται, ταξική πάλη δεν υπάρχει, η κοινωνικοταξική βάση της ιστορικής εξέλιξης πάει περίπατο. Πώς εξηγούνται, λοιπόν, οι συγκρούσεις της εποχής; Ως «διαμάχη» μεταξύ «προοδευτισμού» και «συντηρητισμού». Πρόκειται, δηλαδή, για μια πάλη ιδεών! Οι ιδέες αυτές δεν αντιστοιχούν σε κοινωνικές δυνάμεις, εμφανίζονται ως έχουσες ρίζες αυθύπαρκτες, ως προϊόν παρθενογένεσης!
Παρομοίως, η έννοια του «έθνους» απογυμνώνεται από τους υλικούς όρους μέσα από τους οποίους συγκροτήθηκε ως ιστορική κατηγορία. «Αν στη Δυτική Ευρώπη», αναφέρεται στη σελίδα 11, «η γλώσσα και εν μέρει το θρήσκευμα αποτέλεσαν τα κυριότερα στοιχεία στον σχηματισμό των εθνών, στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη τα στοιχεία αυτά δεν προσφέρονταν για ανάλογη εθνογενετική διαδικασία». Γιατί «δεν προσφέρονταν»; Δεν υπήρχε διάκριση γλωσσών και θρησκειών; Βεβαίως υπήρχε. Και τότε πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την Επανάσταση του 1821 (εκτός και αν θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα ανήκει γεωγραφικά στη Δυτική Ευρώπη); Το στοιχείο που καθόρισε τη διαμόρφωση των αστικών - εθνικών κινημάτων και των αστικών εθνών - κρατών ήταν η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η εθνική αφύπνιση που συντελέστηκε την περίοδο κατάλυσης του φεουδαρχισμού από την ανερχόμενη αστική τάξη είχε και ανάλογο περιεχόμενο. Ο εθνικισμός προστέθηκε στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της νεαρής αστικής τάξης, στην πάλη της για συγκρότηση δικού της, αστικού έθνους - κράτους. Στο βιβλίο, ο «εθνικισμός» και ο «φιλελευθερισμός» παρουσιάζονται ως δύο «συγγενή», αλλά διακριτά «κινήματα».
Η διάβρωση, όμως, των συνειδήσεων δεν εξαντλείται μόνο σε αυτά. Ανάμεσα στα ιστορικά «διδάγματα» που οι συγγραφείς του βιβλίου, με το βλέμμα στραμμένο στο σήμερα, προσπαθούν να περάσουν στους μαθητές είναι και τα εξής:
Η αντίδραση των «εστεμμένων αρχόντων της Ευρώπης» στα αστικά - εθνικά κινήματα της εποχής φέρεται ως απόρροια της πεποίθησης των πρώτων «ότι οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες της γηραιάς ηπείρου εξυπηρετούσαν - καλύτερα από τα εθνικά κράτη - την ειρήνη»! Δεν απειλούνταν η εξουσία τους! Η καταστολή των κινημάτων αυτών σε μια σειρά χώρες έγινε με φιλειρηνικά κίνητρα! Λίγο - πολύ, όπως ο ιμπεριαλισμός επεμβαίνει σήμερα «ανθρωπιστικά» απανταχού της Γης, για τη διατήρηση της ...ειρήνης!
Στη συνέχεια μαθαίνουμε πως ο Μέτερνιχ («κυρίαρχη προσωπικότητα» της Ιεράς Συμμαχίας) «αν και Αυστριακός στην καταγωγή, πίστευε πως ήταν πρώτα από όλα Ευρωπαίος και πως την ιδέα της Ευρώπης στήριζε και προωθούσε». Επομένως, υπήρξε πολέμιος «των εθνικών κινημάτων και των εθνικών κρατών», εφόσον αυτά «υπονόμευαν το όραμα της ευρωπαϊκής ενότητας»! Στον ίδιο τόνο και ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α', ο οποίος «είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα μιας χριστιανικής ένωσης της Ευρώπης». Αυτές οι θέσεις τους εξέφραζαν τα ταξικά και κρατικά συμφέροντά τους για το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, ενώ οι συγγραφείς του βιβλίου τις χρησιμοποιούν για να προπαγανδίζουν και να εκθειάζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό στο βιβλίο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με κάθε δυνατό τρόπο.
Η εισαγωγή στην Επανάσταση του 1821 γίνεται επίσης μακριά και έξω από τα γενεσιουργά της αίτια. Λείπει η οποιαδήποτε αναφορά στις κοινωνικοϊστορικές διεργασίες που οδήγησαν στην άνοδο της ελληνικής αστικής τάξης, στην εθνική αφύπνιση, η οποία συντελέστηκε πρώτα και κύρια στις γραμμές της, στην επαναστατική ψυχολογία και το ιδεολογικοπολιτικό πρόγραμμα που άντλησε από τη Γαλλική (αστική) Επανάσταση κ.ο.κ., διαμορφώνοντας έτσι σε μια πορεία το αίτημα για συγκρότηση ενός ανεξάρτητου αστικού έθνους - κράτους.
Τουναντίον, η Επανάσταση του 1821 εμφανίζεται ως «προϊόν εθνικού κινήματος, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τις πρώτες του 19ου, αν και οι καταβολές του ανάγονταν σε προγενέστερες εποχές» (σελ. 16). Από ποιον, πώς και γιατί αναπτύχθηκε αυτό το «εθνικό» κίνημα, ποια υπήρξε η ηγέτιδα κοινωνική δύναμη πίσω από αυτό, δεν αναφέρεται πουθενά. Αφήνεται να εννοηθεί ότι σύμπαν το «έθνος», όλοι οι Ελληνες γενικά, ξεσηκώθηκαν το 1821 «ύστερα από πολλούς αιώνες υποταγής», προκειμένου να εξασφαλίσουν «ανεξάρτητη εθνική εστία» (αίτημα που εμφανίζεται ότι προϋπήρχε ανέκαθεν και όχι ως προϊόν μιας συγκεκριμένης εποχής).
Βεβαίως, εν συνεχεία, προστίθεται πως «το ελληνικό εθνικό κίνημα ήταν πολιτικό κίνημα» (όχι κοινωνικό), υπό την έννοια ότι, πέρα από την απελευθέρωση, αποσκοπούσε και «στη σύσταση αντιπροσωπευτικής και ευνομούμενης πολιτείας» (σελ. 16). Ενα κράτος, δηλαδή, «νεωτερικό» (κατά την προσφιλή ορολογία του αστικού κοσμοπολιτισμού), όχι αστικό. Η ουσία όμως δεν έγκειται στο αν το νέο κράτος θα είχε εκλογές ή ευνομία, αλλά στο ποια τάξη θα είχε την εξουσία και - κατά συνέπεια - τι χαρακτήρα θα είχε το νέο κράτος. Ολοι οι επαναστατικοί θεσμοί, τα Συντάγματα και οι δομές εξουσίας καταμαρτυρούν ακριβώς τον αστικό χαρακτήρα του υπό σύσταση κράτους. Ομως γι' αυτά δε γίνεται λόγος.
Στα «κυριότερα συστατικά στοιχεία του ελληνικού εθνικού κινήματος» που παρατίθενται στην ίδια σελίδα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: Η σύνδεση με την αρχαιότητα, η «ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους» (να την πάλι η ευρω-λαγνεία!), η «καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης» και το «δικαίωμα των Ελλήνων ...να συστήσουν ανεξάρτητη και ευνομούμενη πολιτεία (το κύριο πάντοτε είναι η ...υπακοή στους νόμους!)». Η επίκληση στη «νομιμότητα» της Επανάστασης του 1821 επανέρχεται ξανά και ξανά.
Στη σελίδα 25, για παράδειγμα, αναφέρεται πως «η ελληνική επανάσταση αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της νομιμότητας» μιας και διεξήχθη «εναντίον παράνομου ηγεμόνα». Πως οι «Ελληνες είχαν υποδουλωθεί διά της βίας, αλλά δεν είχαν συνομολογήσει συνθήκη ειρήνης με τον Οθωμανό ηγεμόνα και κυρίαρχο, ότι δεν ήταν "αποστάτες", επειδή δεν είχαν υποταχθεί σε νόμιμη εξουσία, και ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε νόμιμο τμήμα της οθωμανικής επικράτειας». Γι' αυτά, δήθεν, προσπαθούσαν να πείσουν οι επαναστατημένοι Ελληνες και τις «Μεγάλες Δυνάμεις»!
Εκτός του ότι τα τμήματα των ελληνόφωνων χριστιανών (Εκκλησία, Φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες) είχαν υλικό συμφέρον, εξουσία και αρμοδιότητες στα πλαίσια αυτής της δήθεν παράνομης εξουσίας (της οθωμανικής), μπορεί να τίθεται θέμα για το αν μια επανάσταση είναι «νόμιμη» ή «παράνομη»; Ολες οι επαναστάσεις είναι νόμιμες . Η νομιμότητά τους στηρίζεται στο δίκιο της κάθε φορά ανερχόμενης τάξης να πάει μπροστά τον κόσμο, να ανατρέψει την ξεπερασμένη ιστορικά νομιμότητα της τάξης που φεύγει (ή πρέπει να φύγει) από το προσκήνιο της Ιστορίας.
«Την Επανάσταση του 1821», λοιπόν, «την προκάλεσε η Φιλική Εταιρεία» (σελ. 16). Την οργάνωσε, ναι. Την προκάλεσε, όχι. Οι επαναστάσεις «προκαλούνται» ως το αποτέλεσμα αντικειμενικών παραγόντων, των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων που ωριμάζουν στο βαθμό ρήξης. Ο υποκειμενικός παράγοντας οργανώνει και καθοδηγεί την επανάσταση. Αλλά και από τον τελευταίο, λείπει - όπως και στο υπόλοιπο βιβλίο - η κοινωνική δύναμη, η αστική τάξη που στελέχωσε και έδωσε το πολιτικό στίγμα της Φιλικής Εταιρείας.
Αμέσως μετά πληροφορούμαστε πως όλη αυτή η βία θα μπορούσε και να αποφευχθεί: «Η αγριότητα με την οποία αντέδρασε (ο Σουλτάνος) ...στην πρόκληση των Ελλήνων (εννοεί την Επανάσταση!) απέτρεψε το ενδεχόμενο μεσολάβησης μεταξύ των δύο μερών, κατέστησε τους Ελληνες εμπόλεμους (!) και, εν μέρει, έκρινε και την έκβαση της επανάστασης» (σελ. 17). Θα μπορούσε, δηλαδή, να αποφευχθεί η αιματοχυσία με συνεννόηση, με διάλογο; Να επιτευχθούν οι σκοποί της επανάστασης δίχως επαναστατική βία; Αγώνας ανεξαρτησίας χωρίς αγώνα;
Η στάση των λεγόμενων «Μεγάλων Δυνάμεων» απέναντι στην Επανάσταση εμφανίζεται χονδροκομμένα, με ασάφειες που δεν επιτρέπουν στον μαθητή να εντοπίσει τα πραγματικά τους κίνητρα, τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς που υπήρχαν μεταξύ τους και που σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν την πολιτική τους απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία γενικά και το ελληνικό ζήτημα ειδικότερα. Απεναντίας, γίνεται αναφορά στη «συμπάθεια του χριστιανικού κόσμου», στην παραδοχή εκ μέρους των «Μεγάλων Δυνάμεων» ότι «Ελληνες και Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να συμβιώσουν στο εξής», στην προσπάθεια των επαναστατημένων Ελλήνων να τους πείσουν για τη «νομιμότητα» της Επανάστασης και στο «κίνημα του φιλελληνισμού» (σελ. 25). Ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να περάσουν και τη λογική ότι η επανάσταση του 1821 είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, ενώ δεν είχε καθόλου τέτοιο χαρακτήρα. Ηταν επανάσταση αστική.
Το τελευταίο, μάλιστα, γίνεται πάτημα για την προβολή - για μια ακόμη φορά - του «ευρωενωσιακού οράματος»: «Σύντομα το ελληνικό ζήτημα έγινε υπόθεση της Ευρώπης και γενικότερα της ανθρωπότητας ...πίσω απ' όλα τα αίτια που τους κινούν (τους φιλέλληνες) ακούεται σαν μέσα από το νεφέλωμα η φωνή, η κραυγή της Ευρώπης, η νεογεννώμενη ιδέα της ευρωπαϊκής κοινότητας, ενότητας και αλληλεγγύης, που γίνεται πια πραγματικότητα στη σύγχρονη εποχή. Αλλωστε, ξεκάθαρα διατυπώνει τη σκέψη του αυτή ο Gorres ότι η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει τους Ελληνες και αυτό ανταποκρίνεται σε μια αλληλεγγύη που υπάρχει μεταξύ των μελών της "ευρωπαϊκής φυλής"» (σελ. 25-26)!
Οσον αφορά τις κοινωνικές δυνάμεις που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, η εικόνα είναι από συγκεχυμένη έως πλήρως διαστρεβλωμένη. Καταρχάς, όπως διαπιστώσαμε ήδη, καμιά αναφορά δε γίνεται στην ηγέτιδα - κινητήρια δύναμη της Επανάστασης, την αστική τάξη, που της προσέδωσε και το ανάλογο κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Ούτε στις πλατιές μάζες της αγροτιάς ή στη μικρή ακόμα αριθμητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες, κ.ά.), που επάνδρωσαν με ηρωισμό και αυτοθυσία τις γραμμές επαναστατημένων μαζών. Για τις δε κοινωνικές δυνάμεις που συναντάμε στο βιβλίο (πρόκριτοι, καπεταναίοι, ιεράρχες, στρατιωτικοί, διανοούμενοι της διασποράς, Φιλικοί), λείπει η αναφορά στο ταξικό. Σε ποια τάξη ανήκαν; Ποια η θέση, ο ρόλος τους στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας; Και, αντίστοιχα, ποια η στάση και ο ρόλος τους στην Επανάσταση; Ποιες οι αντιθέσεις, οι αμφιταλαντεύσεις που σχηματίστηκαν στις γραμμές τους και γιατί;
Αντ' αυτού, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν αυθαίρετο διαχωρισμό μεταξύ δήθεν των «φιλελεύθερων διανοούμενων και πολλών στελεχών της Φιλικής Εταιρείας» που «πρόβαλλαν τις φιλελεύθερες αρχές» από τη μια και των «προκρίτων, ιεραρχών και των καπετάνιων» που «εξέφραζαν συντηρητικές απόψεις» από την άλλη (σελ. 25).
Ωστόσο δεν απαντούν στα ερωτήματα: Πώς οι καπεταναίοι, δηλαδή το εφοπλιστικό κεφάλαιο, έφτασαν να συγκαταλέγονται μαζί με τους ιεράρχες ως φορείς «συντηρητικών απόψεων»; Πώς εξηγούνται οι ιεράρχες (κυρίως του κατώτερου, αλλά και του μεσαίου κλήρου), που εντάχθηκαν στη Φιλική και συντάχθηκαν με την αστική τάξη στην οργάνωση και διεξαγωγή της Επανάστασης; `Η οι πρόκριτοι, στις γραμμές των οποίων υπήρξαν επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις (πολλοί υπήρξαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και συμμάχησαν με τους εμπόρους και τους εφοπλιστές κατά τις διεξαχθείσες ενδοαστικές - «εμφύλιες» - συγκρούσεις);
Αργότερα (σελ. 30), οι αντιθέσεις στις γραμμές των επαναστατών εμφανίζονται ως διαμάχη μεταξύ του Υψηλάντη, των Φιλικών και των στρατιωτικών από τη μια και των προκρίτων από την άλλη (εδώ το εφοπλιστικό κεφάλαιο εξαφανίζεται εντελώς). Μάλιστα, οι πρώτοι χαρακτηρίζονται «ολιγαρχικοί» (γιατί υποστήριζαν την έμμεση εκλογή αντιπροσώπων), ενώ οι δεύτεροι «δημοκρατικοί» (γιατί υποστήριζαν την άμεση εκλογή τους από το λαό)! Κάπου εκεί υπεισέρχονται και κάποιοι «νεήλυδες», οι οποίοι, από τα συμφραζόμενα και μόνο (αναφορά στη συμμετοχή τους στη σύνταξη των φιλελεύθερων συνταγμάτων, κ.λπ.), συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για τους Φαναριώτες και Φιλικούς Α. Μαυροκορδάτο, Θ. Νέγρη, κ.ά. εκπροσώπους της αστικής τάξης και διανόησης που έφτασαν στο Μοριά και τη Ρούμελη με την έκρηξη της Επανάστασης (και εδώ εμφανίζονται ως Ελληνες της διασποράς που ήρθαν σχεδόν ως έποικοι). Πρόκειται για μια πλήρως παραποιημένη εικόνα των ενδοαστικών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην πορεία της Επανάστασης.
Για να συμπληρωθεί η γενικότερη σύγχυση, οι συγγραφείς του βιβλίου, στη σελίδα 31 (2 σελίδες πριν ολοκληρωθεί η σχετική ενότητα), ρίχνουν «σφήνα» μιαν ετεροχρονισμένη αναφορά στον Ρήγα Φεραίο και στο πώς «δεν αποσκοπούσε στην ίδρυση "Βαλκανικής Ομοσπονδίας" όλων των λαών της περιοχής, όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται από ορισμένους». Μεταξύ αυτών των «εσφαλμένων» να υποθέσουμε πως συγκαταλέγεται και ο ίδιος ο Ρήγας, μιας και στα έργα του «Θούριος» και «Νέα Πολιτική Διοίκησις» δε θα μπορούσε να ήταν πιο σαφής!
Στο κλείσιμο πληροφορούμαστε πως «το πολίτευμα των Ελλήνων διαμόρφωσαν εν τέλει οι "φυσικοί ηγέτες" (!) του τόπου, οι πρόκριτοι, οι αρχιερείς και οι καπεταναίοι, με τη συνδρομή των "προκομμένων" του έθνους, των λογίων. Αυτοί ήταν τότε οι "πολιτικώς ενήλικες" (!) και αυτοί ήλεγχαν την επαναστατική εξουσία, αυτοί στήριξαν την επανάσταση, χωρίς δε τη στήριξή τους μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι η επανάσταση θα είχε καταρρεύσει. Ηταν το "παλαιόν σύστημα" των προεστών και των αρχιερέων...» (σελ. 32). Οι λαϊκές τάξεις που πήραν τα όπλα, προφανώς, δε συνέδραμαν και πολλά, δεν αποτελούσαν «φυσικούς ηγέτες του τόπου», ούτε ήταν «πολιτικώς ενήλικες». Ηταν, όμως, το «παλαιόν σύστημα των προεστών και των αρχιερέων» που επικράτησε στα πλαίσια του επαναστατημένου κράτους; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Πρόκειται για πλήρη ιστορική διαστρέβλωση. Τουναντίον, η αστική τάξη σάρωσε το παλιό και σε επίπεδο επαναστατικών θεσμών και με ένοπλη βία.
Στο τέλος, δε, του κεφαλαίου (σελ. 33), οι μαθητές καλούνται να τοποθετηθούν για τα λεγόμενα «δάνεια της Ανεξαρτησίας» από την Αγγλία, τονίζοντας - προκαταβολικά - πως «παρά τους επαχθείς όρους ...η σύναψή τους θεωρείται μεγάλη επιτυχία για τους Ελληνες»!
Οι λαθροχειρίες και οι διαστρεβλώσεις του βιβλίου Ιστορίας της Γ` Λυκείου έχουν σαφές ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο και στοχεύουν ξεκάθαρα στις συνειδήσεις των μαθητών - και μελλοντικών εργαζομένων - στο σήμερα.
Οι κοινωνικές δυνάμεις εξοβελίζονται από το ιστορικό προσκήνιο. Η ταξική πάλη διαγράφεται από κινητήρια δύναμη της κοινωνικοϊστορικής εξέλιξης. Ετσι, αυτό που μένει είναι η λογική ότι τις επαναστάσεις δεν τις πραγματοποιεί ο λαϊκός παράγοντας (με ηγέτιδα κάθε φορά μια κοινωνική δύναμη - τότε ήταν η αστική τάξη, σήμερα η εργατική), αλλά οι ηγέτες, τα πρόσωπα και οι ιδέες (ξεκομμένα και αυτά από την υλική βάση μέσα από την οποία αναδείχθηκαν). Οτι η ρήξη με το παλιό δεν επέρχεται αντικειμενικά, ως αποτέλεσμα της ωρίμανσης των δοσμένων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και της δράσης του υποκειμενικού παράγοντα. Επομένως, σήμερα, που ο καπιταλισμός έχει σαπίσει και οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό έχουν ωριμάσει, που η αστική τάξη έχει καταλάβει τον τότε ρόλο της φεουδαρχίας και τη θέση της ως ηγέτιδα δύναμη της κοινωνικής προόδου έχει πλέον η εργατική, δεν μπορεί να τίθεται θέμα επαναστατικής ρήξης!...
Η όποια αντίδραση, σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου, ακόμη και μια επανάσταση, πρέπει να είναι «νόμιμη». Οι διαφορές, οι αντιθέσεις μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, μεταξύ αδικούντων και αδικούμενων, πρέπει να λύνονται με διαβούλευση, με συναίνεση. Οχι με βία. «Σύνεση» λοιπόν και «νομιμότητα», δηλαδή υποταγή στον ιμπεριαλισμό...
* Πρόκειται για την «Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου (από το 1815 έως σήμερα)» της Γ` τάξης Γενικού Λυκείου και Δ` τάξης Εσπερινού Λυκείου Γενικής Παιδείας.
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ
Δρ. Πολιτικών Επιστημών,συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ