Αγώνας ενάντια στο «εκπαιδευτικό απαρτχάιντ».
Οι κινητοποιήσεις για μια «δημόσια Παιδεία, δωρεάν και ποιοτική» από τους φοιτητές, τους μαθητές και την πανεπιστημιακή κοινότητα συνεχώς κλιμακώνονται με την βδομάδα που έρχεται να προετοιμάζεται νέος γύρος διαδηλώσεων. Κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν τον περασμένο Ιούνιο και συνεχώς διευρύνονται και ενισχύονται αποκτώντας τέτοια δυναμική, που η έκβαση του αγώνα θα κρίνει πολλά για το μέλλον της Χιλής.
Τον Ιούνιο, ξεκινούν οι πρώτες κινητοποιήσεις και καταλήψεις των φοιτητών ενώ στην πρώτη μεγάλη διαδήλωση, στις 16 Ιούνη, περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι απαιτούν «μια παιδεία δημόσια, δωρεάν και ποιοτική»: μια διεκδίκηση που επαναθέτει σε αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια του «χιλιανού μοντέλου», κληρονομιά της χούντας του Πινοτσέτ που όλες οι κυβερνήσεις συνέχισαν και στην λεγόμενη αστική δημοκρατία.
Αρχικά ο αγώνας των φοιτητών συσπείρωσε με το ίδιο βασικό αίτημα, όλη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την τεχνική εκπαίδευση και την πανεπιστημιακή, τόσο κρατικών ιδρυμάτων όσο και ιδιωτικών και με τη στήριξη των πιο σημαντικών πρυτάνεων και τελικά της Ενωσης των Πανεπιστημιακών (Colegio de Profesores). Σταδιακά κέρδισε τους γονείς, συνδικάτα και λαϊκές οργανώσεις σε βαθμό που απολαμβάνει σχεδόν καθολικής στήριξης αφού απολαμβάνει το 80% της στήριξης σε εθνικό επίπεδο ενώ ο αριθμός των διαδηλωτών που συνεχώς αυξάνεται, αποτελεί το πλέον ενδεικτικό στοιχείο της δυναμικής που έχει αναπτυχθεί. Το ΚΚ Χιλής πρωτοστατεί στις λαϊκές κινητοποιήσεις και για αυτό το τελευταίο διάστημα έχει δεχθεί επιθέσεις στα γραφεία του σε διάφορες περιοχές και στην πρωτεύουσα.
Μια δυναμική που απόκτησε νέα ποιοτικά στοιχεία μετά το συντονισμό με τους εργαζόμενους ειδικά κατά τη διάρκεια της 48ωρης γενικής απεργίας που είχε κηρύξει η Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων της Χιλής (CUT) στα μέσα Αυγούστου. Φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι πορεύτηκαν μαζί ενώ το ίδιο επαναλήφθηκε και την εβδομάδα που πέρασε, το διήμερο της 13ης και 14ης Σεπτεμβρίου κατά τη 48ωρη απεργία των εργαζομένων στην Υγεία σε τοπικό επίπεδο, απεργία που επίσης έθεσε το ζήτημα της δημόσιας Υγείας, εκτός της αύξησης των αποδοχών και των δαπανών για την Υγεία, κάτι που είχε συμφωνηθεί κατά τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση του Σεμπαστιάν Πινέιρα, για την ανανέωση της συλλογικής σύμβασης που έληξε τον προηγούμενο Νοέμβρη. Ωστόσο παρά την προκαταρκτική συμφωνία η κυβέρνηση Πινέιρα κωλυσιεργεί παραδειγματικά ενώ οι εργαζόμενοι στον τομέα Υγείας καταγγέλλουν ότι αντιθέτως η κυβέρνηση προωθεί σχέδιο νόμου για την πλήρη διάλυση και των τελευταίων απομειναριών της δημόσιας Υγείας.
Η δυναμική που αναπτύσσεται δεν είναι ανεξάρτητη από την κατάσταση που επικρατεί συνολικά στη Χιλή. Η ανεργία έχει ξεπεράσει το 13%, σύμφωνα με αναλυτές της αγοράς εργασίας, αλλά επισήμως παραμένει κολλημένη στο 8%. Ενας στους οκτώ εργαζόμενους είναι ανασφάλιστος, ενώ στο σύνολο των οκτώ εκατομμυρίων που είναι το εργατικό δυναμικό, 1,8 εκατομμύρια - σχεδόν το 1/4 - αμείβονται με τις κατώτατες αποδοχές.
Η απάντηση της κυβέρνησης Πινέιρα, είναι περικοπές ακόμη και σε επιδόματα θέρμανσης, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. ενώ οι εργαζόμενοι έχουν απαντήσει με απεργίες και κινητοποιήσεις. Οπως οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα ορυχεία χαλκού και κυρίως στην Εσκονδίδα, το μεγαλύτερο ορυχείο χαλκού στον κόσμο που διεκδικούσαν μεγαλύτερους μισθούς και τον τερματισμό της δίωξης των συνδικαλιστών, των εργαζομένων στην κρατική εταιρεία χαλκού Codelco που αντιτάσσονται στα κυβερνητικά σχέδια για την ιδιωτικοποίησή της. Επίσης, των κατοίκων της Παταγονίας ενάντια στο αμφιλεγόμενο σχέδιο HydroAysen -κοινοπραξία της πολυεθνικής Endesa-Enel, και του χιλιανού όμιλου Colbun- που αφορά την καταστροφική κατασκευή πέντε υδροηλεκτρικών σταθμών από την κοινοπραξία της αλλά και οι συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις των ιθαγενών Μαπούτσε που διώκονται με τον «αντιτρομοκρατικό νόμο» της εποχής Πινοτσέτ!
Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της Παιδείας στη Χιλή, από μόνο του είναι ένα τεράστιο και ακανθώδες πρόβλημα, του οποίου η πηγή κακοδαιμονίας δεν είναι άλλη από το σύστημα πλήρους εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησής της που επιβλήθηκε από τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας του Αουγούστο Πινοτσέτ. Ενα σύστημα που ουσιαστικά το «κράτος δικαίου» στη Χιλή, που επικαλέστηκε πρόσφατα ο Ελληνας πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από το σύστημα που επέβαλε η χούντα Πινοτσέτ σε επίπεδο συντάγματος, νόμων και εκτελεστικής εξουσίας, και η «Σχολή του Σικάγο» του Μίλιτον Φρίντμαν με την προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που γρήγορα βαπτίστηκαν ως «χιλιανό θαύμα». Από το είδος θαυμάτων που αρέσκεται το διεθνές κεφάλαιο.
Επιγραμματικά, το «θαύμα» όσον αφορά την Παιδεία, ξεκίνησε με τις διώξεις, φυλακίσεις και δολοφονίες αγωνιστών και συνδικαλιστών. Τα συνδικάτα των δασκάλων και των φοιτητών διαλύθηκαν και οι ηγεσίες τους εκτελέστηκαν μαζικά και έτσι το 1975 «επιτυχώς» η κυβέρνηση Πινοτσέτ πέρασε δύο μεταρρυθμίσεις στο όνομα της «απελευθέρωσης» της διδασκαλίας. Η πρώτη ήταν η αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, μεταφέροντας τη διοίκηση για τα εκπαιδευτικά προγράμματα από την εθνική κυβέρνηση στα τοπικά σχολεία, διαλύοντας έτσι τους συλλόγους των δασκάλων.
Η δεύτερη αλλαγή ήταν η παραχώρηση του δικαιώματος σε ιδιώτες-επιχειρηματίες να ιδρύουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, παντός είδους συμπεριλαμβανομένων και πανεπιστημίων.
Η πολιτική αυτή έχει παραγάγει τόσο μεγάλες ανισότητες, ώστε στη Χιλή την ονόμασαν «εκπαιδευτικό απαρτχάιντ». Οι ανισότητες, όπως είναι φυσικό, εκφράζονται και στις εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, ενώ τα ιδιωτικά ιδρύματα κυριαρχούν από τη δεκαετία του '80 απέναντι στα ισχνά και υποβαθμισμένα δημόσια, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται πολλές οικογένειες να χρεώνονται, μέσω δανεισμού, για τουλάχιστον μία δεκαπενταετία προκειμένου ν' αντεπεξέλθει ένας φοιτητής στα δίδακτρα -από 400 μέχρι 600 ευρώ το μήνα.
Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη χούντα μετά το '90, ήταν κυβερνήσεις που το χαρακτηριστικό τους ήταν η «συναίνεση», δηλαδή με τη χούντα ουσιαστικά, ποτέ δεν αντιστρατεύθηκαν σε αυτές τις πολιτικές ούτε έγιναν προσπάθειες για την «αλλαγή» τους. Εν αντιθέσει μάλιστα οι επί μία 20ετία διαδοχικές κυβερνήσεις του συνασπισμού της Concetracion - συνασπισμού με το μεγάλο κόμμα να είναι το Σοσιαλιστικό Κόμμα - όλο και περισσότερο δημόσιο χρήμα διοχέτευαν σε χέρια ιδιωτών που επένδυαν στην εκπαίδευση.
Το αποτέλεσμα είναι στη Χιλή να υπάρχει σήμερα η πιο ακριβή εκπαίδευση σε όλο τον πλανήτη, σε σύγκριση με το μέσο εισόδημα, όπως διαπίστωσε έρευνα ακόμη και του ΟΟΣΑ. Οι πανεπιστημιακές σχολές, ακόμη και των δημόσιων Πανεπιστημίων, έχουν τεράστια δίδακτρα. Ανάλογα με τη σχολή, απαιτούνται δίδακτραέως 50.000 ευρώ για την ολοκλήρωση των σπουδών, σε μία χώρα όπου ο κατώτερος μηνιαίος μισθός, με τον οποίον αμείβεται η πλειονότητα των Χιλιανών εργαζομένων, είναι μόλις... 350 ευρώ! Δεκάδες χιλιάδες απολύτως ικανοί και ταλαντούχοι μαθητές αδυνατούν να σπουδάσουν, ενώ άλλες οικογένειες δανείζονται και χρεώνονται για δέκα και είκοσι χρόνια για τις σπουδές ενός παιδιού και μόνο!
Ενα ακόμη στοιχείο των κινητοποιήσεων είναι η στάση της κυβέρνησης του προέδρου Σεμπαστιάν Πινέιρα. Αρχικά αγνόησε επιδεικτικά τις διεκδικήσεις των μαθητών, φοιτητών και πανεπιστημιακών. Η αντιμετώπιση αυτή έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι κινητοποιήσεις διεύρυναν συνεχώς τη βάση τους και αποκτούσαν ολοένα και μεγαλύτερη δυναμική.
Για την αναγκαία «μεταστροφή» ο Πινέιρα καρατόμησε τον υπουργό Παιδείας Χοακίν Λαβίν, γνωστό και ως «οπαδό του Πινοτσέτ», ο οποίος εξαναγκάστηκε σε «παραίτηση». Ο νέος υπουργός Παιδείας, Φελίπε Μπούλνες, κόμισε και την πρόταση για τη «μεγάλη εθνική συμφωνία». Μία συμφωνία 21 σημείων για την υποτιθέμενη «ριζική μεταρρύθμιση της παιδείας», σε μία προσπάθεια να λύσει εντελώς επιφανειακά κάποια από τα αιτήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας, η οποία στη συνέχεια απέρριψε την πρωτοβουλία της κυβέρνησης αντιπροτείνοντας «ένα μεγάλο κοινωνικό σύμφωνο» στο οποίο ο Πινέιρα ανταπάντησε, μεταθέτοντας την εξουσία για την επίλυση της αντιπαράθεσης στα χέρια των «καραμπινιέρος» της Χιλής.
Θεσμός που από τη εποχή της δικτατορίας του Πινοτσέτ (1973-1990) και μετά, αποτελεί το σύμβολο της κρατικής βίας, που έχοντας και τώρα το πράσινο φως, ξυλοκόπησε και «έπνιξε» με δακρυγόνα και χημικά τη νεολαία, τους εργαζόμενους και τους εκατοντάδες χιλιάδες που παίρνουν πλέον μέρος στις διαδηλώσεις και που στοίχισαν ήδη τη ζωή στο 16χρονο Μανουέλ Γκουτιέρες Ρεϊνόσο. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Μπατσελέτ είχε αντιμετωπίσει την «επανάσταση των πιγκουίνων» της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το 2006.
Το ερώτημα πλέον που τίθεται είναι τι θα πράξει η κυβέρνηση μετά την απόρριψη εκ μέρους των φοιτητών και της νέας της πρότασης για την έναρξη διαλόγου, υπό το σκεπτικό ότι δεν ικανοποιούνται ούτε τα ελάχιστα που έχουν θέσει ως βάση εκκίνησης του διαλόγου οι φοιτητές: ανοικτός διάλογος με βάση του διαλόγου την «δωρεάν παιδεία» και τερματισμός της καταστολής. Θα κατεβάσει το στρατό για να αντιμετωπίσει τους φοιτητές όπως ζητά ο δήμαρχος του Σαντιάγο και άλλοι βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης; Το στρατό που έχει «καθαγιαστεί» και πάλι από την πρώην πρόεδρο Μπατσελέτ, που διέταξε την ανάπτυξή του για πρώτη φορά μετά την πτώση της χούντας για την αντιμετώπιση «των ταραχών και την επιβολή της τάξης», μετά το σεισμό στις αρχές του χρόνου;