Δεν αποτελεί... εφόδιο η νωρίτερη εκμάθηση ανάγνωσης
Οι φωνές παιδαγωγών κι άλλων επιστημόνων, που αντιτίθενται στην όλο και νωρίτερη ένταξη τέτοιων μαθημάτων στο σχολείο, όλο και πληθαίνουν, καθώς πρόκειται για ένα εγχείρημα που έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται πολύ νωρίτερα σε άλλες καπιταλιστικές χώρες και έχουν αρχίσει να φαίνονται κάποια από τα αποτελέσματά του. Μια χαρακτηριστική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έρευνα (που σχετίζεται με το συγκεκριμένο θέμα) είναι αυτή που αφορά τη σύγκριση των ικανοτήτων ανάγνωσης (στη μητρική τους γλώσσα) των παιδιών που ξεκίνησαν να μαθαίνουν ανάγνωση στα πέντε τους χρόνια με αυτά που ξεκίνησαν στα εφτά:
Ερευνητής του πανεπιστημίου του Οτάγκο ανακάλυψε, για πρώτη φορά, ποσοτικές ενδείξεις ότι η διδασκαλία ανάγνωσης στα παιδιά από την ηλικία των πέντε ετών πιθανότατα δε θα καταστήσει ικανότερο το παιδί ως προς την ανάγνωση, από ένα άλλο παιδί που θα μάθει να διαβάζει αργότερα, π.χ. στην ηλικία των επτά χρόνων.
Η έρευνα (επιπέδου διδακτορικού) διενεργήθηκε από τον δόκτορα Σεμπάστιαν Σάγκεϊτ και εισήχθη στη «διακεκριμένη λίστα» διδακτορικών διατριβών του Πανεπιστημίου για το 2009. Ο δόκτορας Σάγκεϊτ βραβεύτηκε επίσης με μια περιζήτητη υποτροφία για Μεταδιδακτορική Ερευνα, για να συνεχίσει τις μελέτες του για την παιδική εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο του Βίτζμπουργκ στη Βαυαρία, ενώ άρθρα για αποτελέσματα της δουλειάς του έχουν δημοσιευθεί σε πολλές ιστοσελίδες της Νέας Ζηλανδίας και της Βρετανίας.
Ξεκινώντας το 2007, ο δόκτωρ Σάγκεϊτ διενήργησε μια διεθνή έρευνα και μια δεύτερη στη Νέα Ζηλανδία, των οποίων τα συμπεράσματα αλληλο-επιβεβαιώνονται: Δηλαδή ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της αναγνωστικής ικανότητας πρώιμων (από την ηλικία των πέντε) και μεταγενέστερων (από την ηλικία των επτά) αναγνωστών, όταν αυτά τα παιδιά φτάνουν στον τελευταίο τους χρόνο στο Δημοτικό σχολείο, στην ηλικία των 11.
Συγκρίνοντας παιδιά από τα σχολεία Rudolf Steiner, όπου συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να διαβάζουν από τα επτά, και παιδιά από τα δημόσια σχολεία, όπου αρχίζουν να μαθαίνουν να διαβάζουν από τα πέντε, βρήκε ότι εκείνα που έμαθαν να διαβάζουν αργότερα έφθαναν τις αναγνωστικές ικανότητες όσων παιδιών είχαν μάθει να διαβάζουν νωρίτερα, στην ηλικία των 11, δηλαδή κατά τον έβδομο χρόνο εκπαίδευσης.
Συνεπώς, η προηγούμενη διαδεδομένη άποψη, που ουδέποτε τέθηκε σε επιστημονική δοκιμασία, ότι τα παιδιά στη Νέα Ζηλανδία θα πρέπει να μάθουν να διαβάζουν από την ηλικία των πέντε, σήμερα φαίνεται ν' αμφισβητείται. Ο Δόκτωρ Σάγκεϊτ, σε τρία χρόνια έρευνας κατά τα οποία μελετήθηκαν περίπου 400 παιδιά της Νέας Ζηλανδίας, δεν εντόπισε καμία στατιστική ένδειξη του οποιουδήποτε προτερήματος ως προς την εκμάθηση της ανάγνωσης από την ηλικία των πέντε.
Αποφάσισε να μελετήσει την παιδική ανάγνωση, επειδή δεν μπόρεσε να βρει καμία ποσοτικά ελεγχόμενη έρευνα στον αγγλόφωνο κόσμο, η οποία να επιβεβαιώνει ότι όσα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία βρίσκονται σε πλεονεκτική ή σε μειονεκτική θέση. Εντόπισε μόνο μια μεθοδολογικά αδύναμη μελέτη που διεξήχθη το 1974, και τίποτε έκτοτε. Εντούτοις, ο κόσμος ακόμη επιμένει ότι η πρώιμη εκμάθησης ανάγνωσης είναι σημαντική για τα επιτεύγματα και την επιτυχία ενός παιδιού στο μέλλον. Παραδέχτηκε ότι και ο ίδιος εξεπλάγη από τα ευρήματα της έρευνάς του.
Ο ίδιος ο επιστήμονας εξηγεί ότι «τα παιδιά που μαθαίνουν να διαβάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μαθαίνουν μέσα από το παιχνίδι, τη γλώσσα, την αλληλεπίδραση με τους ενηλίκους, και αυτή η μακρόχρονη εκμάθησή τους δεν είναι μειονέκτημα. Αντίθετα, αυτές οι δραστηριότητες προετοιμάζουν το έδαφος καλά για μετέπειτα εξέλιξη της ανάγνωσης».
Ο δρ. Σαγκέιτ διεξήγαγε τρεις μελέτες μέσα σε τρία χρόνια για να αποκτήσει τα στοιχεία του. Καταρχήν, επανεξέτασε τα στοιχεία που συνελέγησαν από το Πρόγραμμα για τη Διεθνή Εκτίμηση των Μαθητών 2006 (γνωστό και ως PISA Study) από 54 χώρες όπου βρέθηκε πως μέχρι την ηλικία των 15, δεν υπήρχε κανένα πλεονέκτημα από το να μάθει κανείς να διαβάζει από την ηλικία των 5. Αυτή η πρώτη μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στη Διεθνή Εφημερίδα των Εκπαιδευτικών Μελετών.
Στη συνέχεια, διεξήγαγε δύο μελέτες που βασίζονται σε έρευνα στη Νέα Ζηλανδία. Η πρώτη συνέκρινε τις δυνατότητες ανάγνωσης 54 παιδιών που πήγαιναν στα σχολεία Runtolf Steiner (όπου ξεκινούν την ανάγνωση σε ηλικία 7 χρόνων) με άλλα 50 παιδιά που πήγαιναν σε δημοτικά σχολεία. Τα παιδιά ελέγχθηκαν σε ηλικία των 12 ετών, στα κρατικά σχολεία μέσης εκπαίδευσης στο Nunedin, Christchurch και Hastings (περιοχές της Νέας Ζηλανδίας).
Η μελέτη πήρε υπόψη της το μορφωτικό περιβάλλον στο σπίτι, στην οικονομική κατάσταση των γονιών, τη δεκατημόρια κατανομή του σχολείου (όπου υπολογίζονται οι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες της κοινότητας στην οποία ανήκει), την ικανότητα του λεξιλογίου τους (που ονομάζεται δεκτικό λεξιλόγιο), την εθνότητα και το φύλλο. Στη συνέχεια, μετρήθηκε η ευφράδεια ανάγνωσής τους και η κατανόησή τους, όπου φάνηκε πως «δεν υπήρχαν διαφορές» στην ηλικία των 12 στην ικανότητα ανάγνωσης ανάμεσα στους μαθητές που ξεκίνησαν νωρίτερα και σε αυτούς που ξεκίνησαν αργότερα την ανάγνωση.
Η τρίτη και τελευταία μελέτη του δρ. Σαγκέιτ ερευνούσε την ανάγνωση από την πρώτη έως την τελευταία ημέρα του δημοτικού σχολείου, ώστε να βρεθούν τυχόν διαφορές στη σχολική εμπειρία και της διδακτέας ύλης των δύο διαφορετικών τύπων σχολείων που θα είχαν σαν αποτέλεσμα την ικανότητα των παιδιών του σχολείου Rudolf Steiner να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο ανάγνωσης με τα άλλα παιδιά στην ηλικία των 12. Και αυτή η τρίτη μελέτη κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με τις δύο προηγούμενες.