ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΗΣ Γ` ΛΥΚΕΙΟΥ. Της Δώρας Μόσχου
20/12/2009 - 18:42
ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΗΣ Γ` ΛΥΚΕΙΟΥ.
Της Δώρας Μόσχου
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την απόσυρση του διαβόητου βιβλίου ιστορίας της ΣΤ` Δημοτικού, το ΥΠΕΠΘ φρόντισε να επιβεβαιώσει πανηγυρικά τη διαπίστωση του ΚΚΕ ότι η συγκεκριμένη απόσυρση δεν αναιρεί την ανεπάρκεια, την αντιεπιστημονικότητα και το βαθύ συντηρητισμό του συνόλου σχεδόν των σχολικών βιβλίων, σε όλη την κλίμακα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το νέο βιβλίο ιστορίας γενικής παιδείας της Γ` Λυκείου («Ιστορία του νεότερου και του σύγχρονου κόσμου» - από το 1815 έως σήμερα), πόνημα που ανατέθηκε κατ` ευθείαν σε ομάδα επιστημόνων στενά δεμένων με το «Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής» και με επικεφαλής της ομάδας αξιολογητών το γνωστό θιασώτη της κατάργησης του άρθρου 16 και του πανεπιστημιακού ασύλου, κ. Θάνο Βερέμη, γυρίζει τη σχολική ιστοριογραφία σε πολύ σκοτεινές εποχές, από πλευράς επιστημονικής, ιδεολογικής και παιδαγωγικής.
Το βιβλίο της ΣΤ` Δημοτικού αντιπροσώπευε μία μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία αντικειμενική πραγματικότητα δεν υπάρχει και η ιστορία, ως αφήγηση, οικοδομείται υποκειμενικά, σύμφωνα με τον αφηγητή. Το βιβλίο καταργούσε, σχεδόν εντελώς, την ιστορική αφήγηση, απευθυνόμενο σε μία ηλικία στην οποία η κατάκτηση της δυνατότητας της αφήγησης είναι ακριβώς το πρώτο ζητούμενο για το μαθητή. Από μία άλλη, σοβαρότερη επιστημονικά και ιδεολογικά πλευρά, το βιβλίο παρουσίαζε εντελώς αμβλυμένες όλες τις κοινωνικές ή/και εθνικοαπελευθερωτικές συγκρούσεις που καθόρισαν την πορεία της ανθρωπότητας από την Αναγέννηση και μετά, ενώ οι υποστηρικτές του, σε βαρύγδουπα άρθρα τους και στον ημερήσιο τύπο, πρόβαλαν το ισόκυρο των ιστορικών «αληθειών», ανάλογα με τον αφηγητή, κάτω από το επίπλαστα προοδευτικό κάλύμμα της αποδοχής του «άλλου». Το νέο βιβλίο που ήρθε για να «φωτίσει» τα παιδιά του ελληνικού λαού, κινείται από διαφορετικό δρόμο και με διαφορετική μεθοδολογία, αλλά καταλήγει στο ίδιο ακριβώς σημείο, στην ακύρωση της αντικειμενικής ιστορικής πραγματικότητας και της πάλης των τάξεων ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας. Οι συγγραφείς του διακατέχονται από μια εντελώς ξεπερασμένη επιστημονικά αντίληψη για την ιστορία, θεωρώντας την ως άθροισμα γεγονότων που δεν ανάγονται σε αντικειμενικές, οικονομικές και κοινωνικές αιτίες και δεν πραγματώνονται από κοινωνικές δυνάμεις, αλλά από το τυχαίο ή τη βούληση των προσώπων. Επιπροσθέτως, η – ξεκάθαρα ιδεολογική, αν και στον πρόλογο του βιβλίου επικαλούνται απόλυτη αντικειμενικότητα – τοποθέτησή τους απέναντι σε ιστορικά γεγονότα, πρόσωπα ή και ολόκληρες ιστορικές περιόδους, καταδεικνύει περίτρανα την από μέρους τους αποδοχή του λεγόμενου «ιστορικού αναθεωρητισμού» (άρνηση και συκοφάντηση κάθε επαναστατικού κινήματος, απέχθεια προς ο,τιδήποτε σχετίζεται με το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και με τα κινήματα των λαών, εξίσωση των σοσιαλιστικών καθεστώτων με το φασισμό, υποβάθμιση του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης στην αντιφασιστική νίκη, υποβάθμιση της εαμικής εθνικής αντίστασης και του ρόλου του ΚΚΕ στη γενικώτερη ελληνική ιστορία).
Μεθοδολογικά, το εν λόγω πόνημα χαρακτηρίζεται κατά βάση από την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στις υλικές – οικονομικές συνθήκες και στις κοινωνικές δυνάμεις που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Απουσιάζει προκλητικά ακόμη και η παραμικρότερη αναφορά στην έννοια των «κοινωνικών τάξεων», έτσι ώστε η ιστορία να παρουσιάζει την εικόνα ενός συνόλου πολιτικών γεγονότων, αναιτιολόγητων και μεταξύ τους ασύνδετων. Ως προς τη μορφή (και όχι ξεκομμένα από το περιεχόμενο) το βιβλίο χαρακτηρίζεται από τη χρήση ενός κάκιστου γλωσσικού ιδιώματος, αντιεπιστημονικού, με πολλά λάθη στη χρήση των όρων, που ορισμένες φορές αποπνέει λογιωτατισμό και άλλες παραπέμπει σε … πανηγυρικό της ημέρας, όταν δεν αναλώνεται σε γλοιώδεις κολακείες απέναντι στους ευρωπαίους και αμερικανούς «εταίρους» και «συμμάχους» της άρχουσας τάξης.
Υπάρχουν πάμπολλες παρατηρήσεις για επί μέρους προβλήματα που ανάγονται στα γενικώτερα ιδεολογικά – επιστημονικά – μεθοδολογικά προβλήματα του βιβλίου. Επιχειρώ ένα εκτεταμένο – και πιστεύω αρκετά χαρακτηριστικό απάνθισμα:
Το βιβλίο ξεκινά από το έτος 1815, έτος ίδρυσης της Ιεράς Συμμαχίας. Δεδομένου ότι έχει προηγηθεί η Γαλλική Επανάσταση και έπονται τα κοινωνικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε πολλές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, το βιβλίο επιχειρεί να καθορίσει με εξαιρετικά ασαφή τρόπο, ακόμα και από την καθαρά παιδαγωγική άποψη (αν δηλαδή ο μαθητής μπορεί να κατανοήσει και να μάθει) τι σημαίνει «έθνος» και τι σημαίνει «λαός». Ως έθνος λοιπόν ορίζει μία «πολιτιστική κοινότητα» (με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την κοινή γλώσσα ή/και τη θρησκεία), ενώ ως «λαό» μία πολιτική κοινότητα που συγκροτείται στη βάση κοινών πολιτικών αιτημάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, απουσιάζει η υλική βάση της συγκρότησης αυτών των δύο συλλογικών οντοτήτων. Όσον αφορά ειδικά το έθνος, δεν αναφέρεται η ενιαία αγορά, η κοινή οικονομική ζωή και ο κοινός γεωγραφικός χώρος, που λειτουργούν ως προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των κοινών στοιχείων και στο εποικοδόμημα Και βέβαια, απουσιάζει η αστική τάξη, ως κοινωνικός φορέας της συγκρότησης των εθνών. Στο ίδιο κεφάλαιο, θεωρείται ότι έθνη συγκροτούνται μόνο στη Δυτική Ευρώπη, ενώ, όπως αναφέρει το ίδιο το βιβλίο «(…)ιδίως στις επικράτειες των Αψβούργων, των Ρομανόφ και των Οθωμανών σουλτάνων, ελάχιστες ήταν οι σχηματισμένες και διακριτές εθνικές κοινότητες. Αν στη Δυτική Ευρώπη η γλώσσα και εν μέρει και το θρήσκευμα αποτέλεσαν τα κυριώτερα στοιχεία στον σχηματισμό των εθνών, στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη τα στοιχεία αυτά δεν προσφέρονταν για ανάλογη εθνογενετική διαδικασία». Στη βάση αυτής της λογικής, είτε οι προϋποθέσεις για την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης δημιουργήθηκαν μέσα σε έξι χρόνια (!) είτε αυτή δεν έγινε ποτέ, ούτε και προηγήθηκε το κίνημα του Ρήγα ή η σερβική επανάσταση του 1808! Η αποστασιοποίηση των συγγραφέων από την παραδοσιακή αντιδραστική λογική ότι το έθνος αποτελεί βιολογικά συγγενή κοινότητα, δεν τους δίνει, από μόνη της, πιστοποιητικό προοδευτικότητας ή επιστημονικότητας, αφού αγνοούν τους πραγματικούς, υλικούς όρους που οδήγησαν στη συγκρότηση των εθνών, αλλά και την ίδια την ιστορική εξέλιξη και πραγματικότητα. Θα έλεγα δε ότι η θεώρηση του έθνους ως «πολιτιστικής κοινότητας» λίγο απέχει από τις θεωρίες των υποστηρικτών του «μεταμοντέρνου» που, με τη σειρά τους, ισχυρίζονται ότι το έθνος αποτελεί «φαντασιακή», άρα όχι πραγματική κοινότητα, επινόηση ενός ανθρώπινου συνόλου και όχι πραγματική ιστορική κατηγορία που συνοδεύει τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.
Σε κάθε σχεδόν σελίδα, το πόνημα ψαλμωδεί υπέρ της ενωμένης Ευρώπης και των εξ αυτής αγαθών, ακόμη και όταν το κεφάλαιο είναι εντελώς άσχετο με το θέμα. Στο ίδιο κεφάλαιο του βιβλίου (για το Συνέδριο της Βιέννης) ο … Μέτερνιχ εμφανίζεται ως οπαδός της … φιλίας των ευρωπαϊκών λαών και, για τούτο, αντίθετος με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (σελ. 11)! Βεβαίως, ο καθένας επιλέγει τον ήρωα και πρόδρομο των οραμάτων του, σύμφωνα με τις αξίες του και αν οι εν λόγω ευρωπαιολάγνοι συγγραφείς θεωρούν το Μέτερνιχ ως πρόδρομο της «ευρωπαϊκής ιδέας», τουλάχιστον ως προς αυτό δεν θα αντιδικήσουμε μαζί τους! Να τον χαίρονται…
Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα «εθνικά και φιλελεύθερα κινήματα στην Ευρώπη» (αναφερόμαστε πάντοτε στις παραμονές της Επανάστασης του 1821). Δεν γίνεται καμμία αναφορά στις κοινωνικές δυνάμεις (αστική τάξη, μικροαστοί, αγροτιά) που υπήρξαν οι φορείς των κινημάτων αυτών, ενώ το κεφάλαιο «εμπλουτίζεται» από θέσεις προκλητικά αντιεπιστημονικές και αντιιστορικές και πολιτικά καταφανώς αντιδραστικές. Παραθέτω ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το 1792, χρονιά κατά την οποία οι γάλλοι επαναστάτες, με πρωτοπόρα τα πληβειακά στρώματα της επανάστασης έδωσαν την περίφημη μάχη του Βαλμί, μάχη αμυντική, με την οποία υποστήριξαν την επαναστατημένη πατρίδα τους από την εισβολή των πρώσων και των αυστριακών, χαρακτηρίζεται ως «έτος κατά το οποίο οι γάλλοι επιχείρησαν την εξαγωγή της επανάστασης!». Σύμφωνα με τους ρέκτες συγγραφείς, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής οφείλουν την ανεξαρτησία τους στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μονρόε, ο οποίος την κατοχύρωσε με το ομώνυμο δόγμα, ενώ το όνομα του «ελευθερωτή» Σιμόν Μπολιβάρ ούτε καν αναφέρεται. Βεβαίως, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: οι αποικίες στη νότια Αμερική αποσπάστηκαν από το ισπανικό στέμμα μετά από τη γενικευμένη εξέγερση της οποίας ηγήθηκε ο βενεζολάνος ήρωας, ενώ το περίφημο «δόγμα Μονρόε» που διατυπώθηκε το 1823, στόχευε ακριβώς στη χειραγώγηση, οικονομική, στρατιωτική, πολιτική, των υπό σύσταση χωρών από τις ΗΠΑ.[1][1] Επίσης, απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στο όραμα του Μπολίβαρ για συνένωση όλων των απελευθερωμένων χωρών της νότιας Αμερικής σε ένα ενιαίο κράτος, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τον αδηφάγο βόρειο γείτονα – όραμα που έχει σημαντικά κοινά στοιχεία με το αντίστοιχο του Ρήγα, για κοινό, παμβαλκανικό ξεσηκωμό.
Το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην επανάσταση του 1821. Η έκταση του κεφαλαίου (από τη σελίδα 16 μέχρι και τη σελίδα 33), μολονότι είναι μεγάλη, δεν είναι ενδεικτική της ποιότητας της αφήγησης, της έκθεσης των γεγονότων και της ανάλυσής τους. Ίσως πρόκειται για το πιο κακογραμμένο και προβληματικό, από πλευράς δόμησης της ύλης, κεφάλαιο ολόκληρου (του, έτσι κι αλλιώς κακογραμμένου) βιβλίου. Η έκθεση των γεγονότων δεν ακολουθεί καμμία λογική σειρά, ούτε χρονολογική ούτε θεματική, παρουσιάζει αναιτιολόγητα χρονολογικά άλματα και λογικά χάσματα. Μικρότερης έκτασης γεγονότα εκτίθενται σε πολλές σελίδες (και με εξαιρετικά πολλές, όχι ιδιαίτερα σημαντικές λεπτομέρειες) ενώ άλλα συμπυκνώνονται σε ελάχιστες γραμμές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολύ εκτεταμένη αναφορά στο κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, την ίδια στιγμή που υποβαθμίζεται η διπλωματική και η πολιτική ιστορία της επανάστασης. Η γλώσσα είναι στρυφνή, αντιεπιστημονική και, πολλές φορές, χρησιμοποιεί άκαιρους και άκυρους όρους.
Βεβαίως, τα μεγαλύτερα προβλήματα που παρουσιάζει το κεφάλαιο, είναι τα επιστημονικά και ιδεολογικοπολιτικά. Ξεκινά με μία ορθή, στη γενικότητά της, αναφορά: δηλώνει ότι η ελληνική επανάσταση είχε και πολιτικά χαρακτηριστικά (ο όρος «κοινωνικός» στο βιβλίο είναι απαγορευμένος διά ροπάλου) με την έννοια ότι οι αγωνιζόμενοι έλληνες επεδίωκαν την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους με αντιπροσωπευτικό πολίτευμα. Απουσιάζει ωστόσο και η παραμικρότερη αναφορά στις κοινωνικές δυνάμεις που επιτέλεσαν το έργο της επανάστασης (υπό διαμόρφωση αστική τάξη, μικρή, μεσαία και ακτήμων αγροτιά). Ως ένα από τα «συστατικά στοιχεία του ελληνικού κινήματος» (ο,τιδήποτε και να σημαίνει αυτή η ασαφής και αντιεπιστημονική ορολογία) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η «ταύτιση των ελλήνων με τους άλλους ευρωπαίους»(!). Να υποθέσουμε ότι άλλο καημό δεν είχαν οι αγωνιζόμενοι έλληνες την εποχή εκείνη;
Η γενικώτερη λογική των συγγραφέων του βιβλίου (απόσπαση των ιστορικών γεγονότων από τα κοινωνικοταξικά τους αίτια) είναι διάφανη στην ακόλουθη συντομότατη αλλά εξαιρετικά χαρακτηριστική φράση, στη σελίδα 16: «Την Επανάσταση του 1821 προκάλεσε η Φιλική Εταιρεία (…)». Ο συνειδητός υποκειμενικός παράγων σε ένα ιστορικό γεγονός το οργανώνει, το καθοδηγεί, προκαλεί την έκρηξή του: όμως, το ίδιο το γεγονός «προκαλείται», για να επαναλάβω την επιεικώς ατυχή έκφραση του εγχειριδίου, στη βάση οικονομικοκοινωνικών αιτίων και εξελίξεων που βοηθούν, αντικειμενικά, και στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα. Να υποθέσουμε δηλαδή ότι αν οι τρεις «άσημοι έμποροι», πάντα κατά τη διατύπωση του βιβλίου, δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, η ελληνική επανάσταση δεν θα είχε ξεσπάσει; Σε τέτοιου είδους παραδοξότητες οδηγεί την ιστορική σκέψη η αντίληψη ότι το γεγονός αποτελεί έργο μεμονωμένων προσώπων, πρακτικά δηλαδή η άγνοια ή η αγνόηση του ιστορικού υλισμού …
Ένα άλλο, εξαιρετικά σοβαρό (και ως προς τη διαπαιδαγωγητική σημασία που έχει για τους μαθητές) πρόβλημα της θεώρησης της επανάστασης από τη συγγραφική ομάδα, είναι η εμμονή τους με το ζήτημα της «νομιμότητας» και της «σύνεσης». Στα πλαίσια αυτά, ασύνετη πολιτικά πράξη χαρακτηρίζεται η ανάληψη της ηγεσίας της Φιλικής Εταιρείας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (τους ζητά συγγνώμη και τους ορκίζεται ότι δεν θα το ξανακάνει), ενώ εξαιρετικά υποβαθμισμένη και υποτιμητική είναι η αναφορά που γίνεται σε μία μορφή με εξαιρετική επαναστατική συγκρότηση, στον «καρμανιόλο» Λυκούργο Λογοθέτη από τη Σάμο. Το όνομά του εμφανίζεται μόνο και μόνο για να παρουσιαστεί, κομψά αλλά με σαφήνεια, ως υπαίτιος της σφαγής της Χίου! (Το κίνημά του με το οποίο εκδιώκονται οι οθωμανικές αρχές από το νησί, χαρακτηρίζεται άκαιρο).
Όλες οι αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση καθώς και οι πηγές[2][2] που παραθέτουν οι συγγραφείς, καταδεικνύουν την αγωνία τους να αποδείξουν τη «νομιμότητά» της, ωσάν το πρώτο μέλημα μιας επανάστασης είναι να είναι … νόμιμη! Καμμία επανάσταση δεν είναι και δεν μπορεί να είναι νόμιμη, με την έννοια ότι η νομιμότητα καθορίζεται από τον κάθε φορά συσχετισμό δυνάμεων και όχι από το δίκαιο, με την ιστορική έννοια του όρου (το δίκαιο του καταπιεσμένου, εναντίον του καταπιεστή του). Μία επανάσταση είναι δίκαιη, νόμιμη όμως δεν μπορεί να είναι – και αλίμονο αν ήταν! Με την εμμονή των συγγραφέων στην έννοια της νομιμότητας, ακυρώνεται ο ίδιος ο χαρακτήρας της επανάστασης, η ανατροπή, η ρήξη με την οθωμανική αυτοκρατορία και τους θεσμούς της, η ίδια η προωθητική της δύναμη που είχε επίδραση, με το νικηφόρο τέλος της, σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά – και τα κοινωνικά - κινήματα των λαών της Ευρώπης.
Όπως ήδη ανέφερα, εξαιρετικά υποβαθμισμένη είναι και η πολιτική και η διπλωματική ιστορία της επανάστασης. Οι ταξικές συγκρούσεις που τη συνόδευσαν και που αποκρυσταλλώθηκαν σε δύο εμφύλιες συρράξεις αγνοούνται ή παρουσιάζονται κατά στρεβλό τρόπο. Για παράδειγμα, οι «καπετάνιοι» εμφανίζονται ως πολιτικοί σύμμαχοι των προκρίτων και των αρχιερέων, εναντίον των «Φιλικών» και μιας απροσδιόριστης ομάδας που αποκαλούνται «νεήλυδες» (ωσάν να επρόκειτο για μαζικό εποικισμό) και οι οποίοι – κατά τους συγγραφείς πάντα – είναι μορφωμένοι που έχουν έρθει πρόσφατα από το εξωτερικό και είναι φορείς των δημοκρατικών ιδεωδών.
Βεβαίως, η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της επανάστασης είναι πολύ πιο σύνθετη και περίπλοκη. Μία σταθερά ωστόσο είναι η συμμαχία ακριβώς των «καπετάνιων» (των οπλαρχηγών, ή «στρατιωτικών» όπως αναφέρονται στα κείμενα της εποχής) που αντιπροσωπεύουν τα πιο λαϊκά στοιχεία της επανάστασης, την αγροτιά, με τους «Φιλικούς», που εκπροσωπούνται από τον «Πληρεξούσιο της Αρχής», Δημήτριο Υψηλάντη, εναντίον των φορέων παλαιότερων μορφών εξουσίας, όπως ήταν οι πρόκριτοι και οι αρχιερείς. Εάν τώρα υποθέσουμε (αφού η αντιεπιστημονική ορολογία του εγχειριδίου μόνο υποθέσεις μας βοηθά να κάνουμε) ότι στους «νεήλυδες» συμπεριλαμβάνονται πολιτικές μορφές, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτοί συνδέονται με το πιο ακμαίο τμήμα της υπό διαμόρφωση αστικής τάξης, κάτι που ερμηνεύει κατά πολύ μεγάλο μέρος και την πολιτική τους συμπεριφορά: την αδιαμφισβήτητη σφραγίδα που βάζουν στα – εξαιρετικά ριζοσπαστικά, όσον αφορά την οργάνωση του πολιτεύματος - Συντάγματα της Επανάστασης, αλλά και τη στενή σύνδεσή τους με τη Μεγάλη Βρετανία, που θα οδηγήσει και σε ορισμένες – επονείδιστες – επιλογές της ελληνικής επαναστατικής ηγεσίας, όπως η «Πράξη της Υποτέλειας»[3][3] του 1825 και, βέβαια, σε σύγκρουση με τους οπλαρχηγούς[4][4]. Βέβαιο πάντως είναι ότι η πολιτική αυτή ομάδα είναι αποκομμένη από τη ριζοσπαστική παράδοση της «Φιλικής» (εξ άλλου, ήδη παραμερισμένης από τα πολιτικά πράγματα μετά το τέλος του 1821).
Όσον αφορά τη διπλωματική ιστορία της επανάστασης, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων παρουσιάζεται με σκόπιμες ασάφειες. Δεν γίνεται κατανοητή ούτε η μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής το 1823 (ούτε, βέβαια, αποσαφηνίζονται οι αιτίες της) αλλά ούτε και εκτίθεται η – γενικά θετική, από την αρχή ακόμη της επανάστασης – στάση της Ρωσίας απέναντί της. Η ίδρυση των τριών πρώτων ελληνικών κομμάτων, με τα ονόματα που παραπέμπουν στις αντίστοιχες δυνάμεις («αγγλικό», «γαλλικό», «ρωσικό») θεωρείται προϊόν των προσδοκιών των ελλήνων για στήριξη του αγώνα τους από τις μεγάλες δυνάμεις, χωρίς καμμία αναφορά στα ιδιαίτερα συμφέροντα και στο ρόλο των ίδιων των δυνάμεων στη συγκρότησή τους. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η ακόλουθη διατύπωση (σελ. 31): «Παράλληλα, η αγγλική κυβέρνηση ενθάρρυνε τραπεζικούς κύκλους, ώστε να χορηγήσουν δάνεια στις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις». Γιατί άραγε; Από φιλελληνισμό και καλωσύνη; Βρετανικά συμφέροντα στο υπό σύσταση κράτος δεν υπήρχαν; Στο τέλος δε του κεφαλαίου, οι μαθητές, καλούνται να τεκμηριώσουν τη χρησιμότητα και το θετικό ρόλο που έπαιξαν τα δάνεια που συνήψαν οι ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις από τη Μεγάλη Βρετανία…
Και, βέβαια, οφείλουμε την ελευθερία μας στους ξένους και στη ναυμαχία του Ναβαρίνου! Οι θυσίες, οι αγώνες, το αίμα, το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» έπαιξαν ελάχιστο ρόλο, σε σχέση με την επέμβαση των «προστατών» οι οποίοι, κατά την έκφραση του εγχειριδίου. «προικοδότησαν» την Ελλάδα με μοναρχικό πολίτευμα, ωσάν να έκαναν δώρο στον ελληνικό λαό και όχι να τοποθέτησαν τοποτηρητή των συμφερόντων τους.
Το κεφάλαιο για την ελληνική επανάσταση κλείνει με μία ελάχιστη αναφορά στο διοικητικό έργο του Καποδίστρια (μικρότερη από μία παράγραφο), ενώ, αφού οι εκλεκτικές συγγένειες με τους πιο συντηρητικούς κύκλους της ελληνικής κοινωνίας δεν κρύβονται, παρά τον αρχικό επιστημονικοφανή ορισμό του έθνους, παρατίθεται τούτο το απίθανο: «(…) Η μικρή Ελλάδα της εποχής ήταν ο «αρραβώνας» του «περιούσιου λαού» με τον Κύριό του για τη μέλλουσα ολοκλήρωση της απελευθέρωσης όλων των Ελλήνων, σύμφωνα με μεταγενέστερη ευσεβή εθνική ευχή». Απλώς ασχολίαστο…
Το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται – εξαιρετικά συνοπτικά και επιγραμματικά – στην ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μέχρι το 1881. Κατά το μεγαλύτερο δηλαδή μέρος του, είναι αφιερωμένο στην περίοδο της βαυαροκρατίας την οποία αντιμετωπίζει μάλλον με συμπάθεια. Οι συγγραφείς κάνουν μία προσπάθεια να καταγράψουν τα – κατά τη γνώμη τους – αίτια της υστέρησης στην ανάπτυξη της χώρας. Τα αίτια αυτά εκτίθενται περιγραφικά και όχι ιεραρχημένα, ωσάν να έχουν την ίδια ιστορική βαρύτητα η μη διανομή των δημόσιων γαιών στους ακτήμονες από τη μια και η δεισιδαιμονία από την άλλη… Δεν αναφέρεται πουθενά το στοιχείο της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο ή το πρόβλημα της έλλειψης ελεύθερων εργατικών χεριών στην ελεύθερη ελληνική επικράτεια. Από την άλλη, αν και γίνεται μνεία στο φαινόμενο της ληστείας (παρατίθεται μάλιστα και βιβλιογραφική πηγή από έργο του ίδιου του συγγραφέα του συγκεκριμένου τμήματος του εγχειριδίου – του Ι. Κολιόπουλου) δεν επιχειρείται καμμία ερμηνεία του φαινομένου ούτε και συνδέεται αυτό ακριβώς με το μείζον οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα του νεοσύστατου κράτους – δηλαδή τη μη διανομή των εθνικών γαιών. Πάντως, ο τρόπος με τον οποίο η βαυαρική διοίκηση αντιμετώπισε τον ελληνικό λαό και, ιδιαίτερα, τους αγωνιστές του `21, περνά κυρίως μέσα από εργασία, σχετική με την καταδίκη του Κολοκοτρώνη, η οποία ανατίθεται στους μαθητές, χωρίς να τους έχουν δοθεί από το εγχειρίδιο ούτε οι κατάλληλες γνώσεις ούτε και τα κατάλληλα εργαλεία για να ανταπεξέλθουν σε αυτή.
Μετά από ένα κεφάλαιο σχετικό με το Ανατολικό Ζήτημα και τον Κριμαϊκό Πόλεμο, το βιβλίο περνά στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Το κεφάλαιο 6 αφορά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Πρόκειται – και ας μας συγχωρεθεί η οξύτητα των διατυπώσεων – για ένα μνημείο ασυναρτησίας, αντιεπιστημονικότητας, αναίρεσης ιστορικών αληθειών και σκόπιμης αγνόησης άλλων. Κατ` αρχήν, απουσιάζει προκλητικά ο όρος «καπιταλισμός» και η ερμηνεία του. Η ευρωπαϊκή κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα, εμφανίζεται ως «αγροτική» ή «προ – βιομηχανική κοινωνία». Πρόκειται για μία ορολογία ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των «Annales», την οποία αποδέχονται – αν και, υποψιάζομαι, αναφομοίωτη – οι συγγραφείς του πονήματος, μολονότι αυτοί ασπάζονται το θετικισμό. Ούτως η άλλως, η ορολογία αυτή είναι προβληματική, δεδομένου ότι, από το διαλεκτικό ζεύγος παραγωγικές δυνάμεις – σχέσεις παραγωγής, προκρίνει το πρώτο στοιχείο και με βάση αυτό καθορίζει τις ιστορικές εποχές, παραμερίζοντας εντελώς την έννοια του οικονομικού – κοινωνικού σχηματισμού από την ιστορία. Έτσι λοιπόν, και στο εν λόγω πόνημα, δεν φαίνεται πουθενά ποιος οικονομικο – κοινωνικός σχηματισμός υφίσταται κατά τη διαδικασία της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Όσον αφορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Βιομηχανικής Επανάστασης, έχουμε συλλέξει ορισμένα εξώφθαλμα ιστορικά λάθη. Η «υποκατάσταση του ανθρώπου σε πολλούς τομείς της παραγωγικής διαδικασίας από τη μηχανή», πράγμα το οποίο ισχυρίζονται οι συγγραφείς του πονήματος, σε καμμία περίπτωση δεν ισχύει. Εκείνο που ισχύει, είναι η γενίκευση της χρήσης της μηχανής εσωτερικής καύσης, που, όχι μόνο δεν υποκαθιστά τα εργατικά χέρια στην παραγωγική διαδικασία, αλλά, αντίθετα, απαιτεί όλο και πιο πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα το μαζικό εξαναγκασμό των πληβειακών στρωμάτων στη μισθωτή εργασία (με όρους ιδιαίτερα βάρβαρους) αλλά και τη μαζική είσοδο στην παραγωγή γυναικών και παιδιών.
Οι συγγραφείς κάνουν σχετικά εκτεταμένη αναφορά στους παράγοντες οι οποίοι κατέστησαν την Αγγλία «ατμομηχανή» της Βιομηχανικής Επανάστασης. Από αυτήν, ανθολογούμε το ακόλουθο απόσπασμα: «Υπήρχε επίσης το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, καθώς και το αγροτικό πλεόνασμα από τις περιφράξεις κοινοτικών γαιών από τους μεγάλους γαιοκτήμονες στα κτήματά τους». (σελ. 42). Πέρα από το ασύντακτο και το ακατανόητο του πράγματος, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε την περιφρόνηση που δείχνουν οι συγγραφείς του πονήματος στη σημαντικότερη βιβλιογραφική πηγή για τη συγκεκριμένη διαδικασία που δεν είναι άλλη από το «Κεφάλαιο»: η περιγραφή της διαδικασίας αυτής που ο Μαρξ ονομάζει (και αυτή η ονομασία έχει παγιωθεί και έχει γίνει ευρέως αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα) «πρωταρχική συσσώρευση». Όσον αφορά δε το «διαθέσιμο εργατικό δυναμικό», οι ρέκτες συγγραφείς δεν μας λένε ότι αυτό προήλθε ακριβώς από το ξερρίζωμα των αγροτών από τη γη τους, ως αποτέλεσμα του «νόμου των περιφράξεων», και ότι ρίχτηκε στην παραγωγή ωσάν σε καταναγκαστικά έργα, εξαναγκασμένο από ένα εξαιρετικά βάναυσο νομοθετικό πλαίσιο (νόμοι «περί αλητείας», απαγόρευση εξόδου από τις πόλεις, καταδίκες σε μαστίγωση και σημάδεμα με πυρωμένο σίδερο για τους περιπλανώμενους κλπ.). Θα ήταν, βέβαια, υπερβολικά μεγάλη η απαίτησή μας να περιλαμβάνεται στο βιβλίο έστω και μία πηγή που να αναφέρεται στις άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης ιδιαίτερα στην Αγγλία, αλλά και αλλού, κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Πηγές βεβαίως υπάρχουν στο κεφάλαιο: αναφέρονται στη γέννηση του γυναικείου και του συνδικαλιστικού κινήματος, ως φαινόμενα «παράλληλα» (έτσι τουλάχιστον τα αναφέρει σε μία από τις ερωτήσεις του κεφαλαίου) της Βιομηχανικής Επανάστασης. Το γυναικείο κίνημα «στριμώχνεται» στις διαστάσεις των «φεμινιστικών κινημάτων», η ανάπτυξη των οποίων μάλιστα εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ΗΠΑ και οι διεκδικήσεις τους αποκρυσταλλώνονται στο γενικό και αόριστο αίτημα «να σταματήσει η καταπίεση των γυναικών από τους άνδρες». Ω, ναι, αναφέρεται και η συμβολή τους στη μάχη κατά του αλκοολισμού και υπέρ της ποτοαπαγόρευσης … Πουθενά όμως δεν αναφέρεται η στενή, άρρηκτη σύνδεση της μαζικής εξόδου της γυναίκας της εργατικής τάξης στην παραγωγή με την ανάπτυξη των διεκδικήσεών της για φυλετική και κοινωνική ισότητα, ούτε και η οργανική σχέση του γυναικείου κινήματος με το εργατικό, καθώς και με το σοσιαλιστικό κίνημα που μπαίνει σε διαδικασία ωρίμανσης από τα μισά του 19ου αιώνα. Κατά ανάλογο τρόπο, χωρίς καμμιά αναφορά στην ιδεολογική ωρίμανση της εργατικής τάξης, στη μετατροπή της σε τάξη καθ` εαυτή, παρουσιάζεται και η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η τελευταία παράγραφος του κεφαλαίου, παρουσιάζει έναν περίπου ιδανικό βιομηχανικό κόσμο (είπαμε, η λέξη «καπιταλισμός» απαγορεύεται), με κέντρο τις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς μας, «το σύστημα αυτό ήταν μοναδικό, αλλά ευαίσθητο και εύθραυστο». Και παρακάτω: «Προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία αυτού του ευρωατλαντικού παγκόσμιου συστήματος ήταν η ειρήνη, η ελευθερία του διεθνούς εμπορίου και η οικονομική ηγεμονία των χωρών που αποτελούσαν τον πυρήνα του στον υπόλοιπο κόσμο. (…) Αυτό το αυτορρυθμιζόμενο (sic) παγκόσμιο οικονομικό σύστημα κατέρρευσε με την έκρηξη του Α` Παγκοσμίου Πολέμου (1914)». Η ιστορική αλήθεια παρουσιάζεται εντελώς αντεστραμμένη: η ειρήνη όχι μόνο δεν αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης του καπιταλισμού (διότι περί αυτού πρόκειται, μόλο που οι συγγραφείς μας «ντρέπονται» να το παραδεχτούν), αλλά αντίθετα, το ίδιο το σύστημα εμπεριέχει από τη φύση του και μέσω των κρίσεων, της εγγενούς ασθένειάς του, τα σπέρματα του πολέμου. Όλες οι μεγάλες πολεμικές αναμετρήσεις των τελευταίων αιώνων, συμπεριλαμβανομένων και των δύο παγκοσμίων πολέμων, ξεκίνησαν ως αποτέλεσμα των οικονομικών κρίσεων του συστήματος και της διαμάχης για τον έλεγχο των παγκόσμιων αγορών. Τούτη η απλή ιστορική αλήθεια αγνοείται επιδεικτικά από το καλό εγχειρίδιο.
Δεν είναι λιγώτερο προβληματικό το επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου («Η κρίση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων – Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση (1848 – 1871)). Κάτω από τον τίτλο αυτό, στοιβάζονται πάρα πολλά και σημαντικά γεγονότα, καθένα από τα οποία θα άξιζε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και, οπωσδήποτε, δεν γίνεται κατανοητό γιατί, από τον πλούτο των γεγονότων της περιόδου επιλέγονται αυτά τα δύο για τον τίτλο. Το κεφάλαιο ξεκινά με την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία και σε αυτές που τη συνόδευσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παρατίθεται μάλιστα και χάρτης που δείχνει την «εξαγωγή»(!) – έκφραση των συγγραφέων, εννοείται – της επανάστασης από τη Γαλλία στην υπόλοιπη Ευρώπη. Για κάποιο όχι πολύ σαφή λόγο (υποψιάζομαι ότι έχει να κάνει με τη σχετικά πρόσφατη ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην εξέγερση του Λάγιος Κόσουτ[5][5] στην Ουγγαρία, που είχε ως «θύμα»(!) – πάλι έκφραση των συγγραφέων – το Μέττερνιχ (τελικά, μάλλον τον συμπαθούν αυτόν τον τύπο). Επίσης, δεν γνωρίζω εάν στην ελληνική βιβλιογραφία έχει ποτέ μεταφραστεί ο ιταλικός όρος «Risorgimento» (στην κυριολεξία: «επιστροφή στις πηγές») ως «Παλιγγενεσία» ή απλώς εάν κατ` αναλογία προς μια ορολογία σχετιζόμενη με την ελληνική επανάσταση (και πάντως καθόλου επιστημονική) έχει γίνει η μεταφορά του όρου στα καθ` ημάς.
Οπωσδήποτε πάντως τα μεγαλύτερα προβλήματα του κεφαλαίου δεν είναι αυτά. Επισημαίνουμε τα τρία εξαιρετικά προβληματικά σημεία του: στη σελίδα 45 υπάρχει μία από τις ελαχιστότατες αναφορές του βιβλίου στον Καρλ Μαρξ, όχι στο κυρίως σώμα του κειμένου, αλλά σε ένα παράπλευρο μονόστηλο 35 σειρών (!), όπου ο κύριος χαρακτηρισμός που του αποδίδεται είναι εκείνος του «κοινωνικού ακτιβιστή» (sic). Το κεφάλαιο κλείνει με μία αρκετά εκτεταμένη αναφορά στο γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1871 και στην επονείδιστη ήττα της Γαλλίας σε αυτόν. Απουσιάζει όμως προκλητικά οποιαδήποτε αναφορά στο μεγάλο γεγονός με το οποίο κλείνει αυτός ο πόλεμος: στην Παρισινή Κομμούνα: Η πρώτη, μαζική (και, για ένα μήνα περίπου επιτυχημένη) «έφοδος στον ουρανό» της εργατικής τάξης, που συντάραξε ολόκληρη την Ευρώπη και που αποτελεί ορόσημο στην πορεία του προλεταριάτου από «τάξη καθ` εαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της», για τους συγγραφείς του εξαίρετου αυτού πονήματος δεν συνέβη ποτέ.
Αντί όμως να διαθέσουν τον ελάχιστο χώρο για να αναφερθούν, έστω και απλά περιγραφικά, στην Κομμούνα, οι καλοί ιστορικοί προτιμούν να αξιοποιήσουν το χώρο αυτό για να μας παρουσιάσουν μία πηγή για την εποχή: μία πηγή που συγκρίνει το Ναπολέοντα τον Γ` και το Μπίσμαρκ, πρώτο καγκελλάριο της ενοποιημένης πια Γερμανίας. Η πηγή λοιπόν αυτή δεν είναι ένα κείμενο διαπρεπούς αρμόδιου μελετητή, σύγχρονου της εποχής ή μεταγενέστερου: είναι ένα απόσπασμα από το έργο «Διπλωματία» του … Χένρι Κίσσινγκερ! Η παράθεση αυτού του αποσπάσματος είναι πολλαπλά προβληματική: πρώτα – πρώτα, για το ίδιο το περιεχόμενο που, βέβαια, συνάδει απόλυτα με τις αντιλήψεις ενός από τους πρωτεργάτες της πολιτικής του ιμπεριαλισμού κατά τη δεκαετία του `70. Έτσι λοιπόν, ο Ναπολέων Γ` (ένας ωμός δικτάτορας) εμφανίζεται να έχει «επαναστατικές ιδέες», αλλά όχι και τις αντίστοιχες ικανότητες να τις εφαρμόσει και για τούτο, σύμφωνα πάντα με τον Κίσσινγκερ, στηρίχτηκε περισσότερο απ` όσο όφειλε στην κοινή γνώμη. Ο Μπίσμαρκ πάλι δημιούργησε ένα κράτος τόσο ισχυρό ώστε να αντέξει τους δύο παγκοσμίους πολέμους αλλά το μεγαλείο που κληροδότησε στη Γερμανία ήταν «μη αφομοιώσιμο». Απουσιάζει δηλαδή προκλητικά από τη θεώρηση αυτή (και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς) οποιαδήποτε αναφορά στις κοινωνικοπολιτικές αναφορές των δύο ανδρών, στη βιαιότητα και τον αυταρχισμό με την οποία άσκησαν την εξουσία (την οποία, εξ άλλου, ο Ναπολέων ο Γ` κατέλαβε πραξικοπηματικά), στη βαθειά αντιπαράθεσή τους με τα λαϊκά στρώματα. Από μία άλλη πλευρά – και ίσως σοβαρότερη, γιατί αποκαλύπτει το πρόβλημα με τις πηγές που διατρέχει συνολικά το βιβλίο – γιατί ο Κίσσινγκερ; Θα ήταν κατανοητό να παρατεθεί κείμενο του Κίσσινγκερ, σε σχέση με πολιτικά ζητήματα που αφορούν τη δεκαετία του `70 – γιατί όχι σε σχέση και με το κυπριακό. Σε αυτή την περίπτωση, η πηγή θα βοηθούσε – με την αντίστοιχη καθοδήγηση από τον καθηγητή – τους μαθητές να γνωρίσουν (και, εννοείται, να κρίνουν) τη λογική και την άποψη του ιμπεριαλισμού. Από πότε όμως η πρόσληψη δύο ιστορικών προσωπικοτήτων (θετικών ή αρνητικών, δεν έχει σημασία) από ένα διαμορφωτή της πολιτικής του ιμπεριαλισμού, έναν αιώνα μετά τη δική τους δράση, θεωρείται ως ιστορική αλήθεια; Διότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι μαθητές, εάν δεν έχουν ανάλογη καθοδήγηση, πιθανότατα θα θεωρήσουν ότι αυτή είναι και η μοναδική έγκυρη ιστορική εκτίμηση για τους δύο άνδρες. Κομψός τρόπος για να μπει «από το παράθυρο» στη συνείδηση των νέων ανθρώπων μία από τις απεχθέστερες (και για τον ελληνικό λαό, λόγω της εμπλοκής της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής στη στήριξη της χούντας και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, το 1974) παγκόσμια, μορφές της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Ίσως, ο Κίσσινγκερ απέκτησε κύρος ως ιστορικός από την ίδια στιγμή που ο Μέττερνιχ προσλαμβάνεται και εκτίθεται ως θιασώτης της φιλίας των λαών…
Και όμως, ειδικά για το Ναπολέοντα Γ` υπάρχουν θαυμάσιες ιστορικές πηγές, οι οποίες θα μπορούσαν να συντελέσουν και στην ανάπτυξη ιστορικής σκέψης και κρίσης από τους μαθητές: αναφέρομαι στα κείμενα του Β. Ουγκώ (ορκισμένου εχθρού του και επί μακρόν εξόριστου από το καθεστώς) μέσα στα οποία ο Ναπολέων Γ` χαρακτηρίζεται ως «Ναπολέων ο Μικρός» και του ασκείται δριμύτατη κριτική, από ανθρωπιστική σκοπιά. Κυρίως όμως αναφέρομαι στο έργο – πρότυπο συγγραφής πολιτικής ιστορίας, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», του Μαρξ, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο η αστική τάξη οικοδομεί και οχυρώνει το κράτος της ενάντια στην εργατική – πολλές φορές, χρησιμοποιώντας και τα πιο απαθλιωμένα τμήματα της δεύτερης, ως δύναμη κρούσης ενάντια στην ίδια την τάξη τους.[6][6] Η σύγκριση ανάμεσα στον Ουγκώ και το Μαρξ (μια σύγκριση που ο ίδιος ο Μαρξ κάνει) μπορεί να καταδείξει και την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην ανθρωπιστική και προοδευτική αλλά μη επιστημονική κριτική που ασκεί ο πρώτος (αποδίδοντας τα δεινά της Γαλλίας στην προσωπικότητα ενός και μόνου ανθρώπου και όχι στην τάξη που αυτός εκφράζει) και στη βαθειά επιστημονική και συγκροτημένη κριτική που ασκεί ο δεύτερος. Αντί όμως για το μεγάλο ανθρωπιστή και το μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών (που εκφράζουν, αν και συνυπάρχουν χρονολογικά, δύο διαφορετικές βαθμίδες της ανάπτυξης της συνείδησης του προλεταριάτου), προτιμήθηκε από το εκλεκτό επιτελείο ο Χένρι Κίσσινγκερ…
Στο επόμενο κεφάλαιο («Η άνοδος των χωρών της αμερικανικής ηπείρου) ο φιλοατλαντισμός του βιβλίου συναγωνίζεται την ευρωλαγνεία του: Οι ΗΠΑ είναι η μεγάλη υπερατλαντική δημοκρατία που με τους θεσμούς της και – κυρίως – με την απόλυτη κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, έσωσαν δύο φορές τη σπαρασσόμενη Ευρώπη, κατά τον 20ο αιώνα… Η έννοια της «δημοκρατίας» (απογυμνωμένη βέβαια από οποιοδήποτε ταξικό περιεχόμενο) συνδέεται άρρηκτα από τους συγγραφείς του βιβλίου με την έννοια της ελεύθερης αγοράς. Παρά τη – σχετικά εκτεταμένη, για το μέγεθος του κεφαλαίου – αναφορά στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, η δουλεία παρατίθεται ως το απλούστερο και φυσικότερο των ιστορικών γεγονότων, ενώ αποσιωπώνται προκλητικά ορισμένες από τις πιο άγριες πλευρές του «αμερικάνικου θαύματος»: η εξαιρετικά άγρια εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού, ντόπιου ή προερχόμενου από τη μετανάστευση: τα ακραία φαινόμενα βίας, εγκληματικότητας, απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής: η εξόντωση του ιθαγενούς, ινδιάνικου πληθυσμού, η αρπαγή και η λεηλασία της γης του: οι εκδηλώσεις ενός πρωτόγονου πουριτανισμού που οδήγησαν, ιστορικά, στην εξόντωση σχεδόν ολόκληρου του γυναικείου πληθυσμού πόλεων όπως το Σάλεμ της Μασσαχουσέτης, με την κατηγορία της μαγείας. Αποσιωπώνται επίσης προκλητικά τα δύο γεγονότα για τα οποία οφείλει να επαίρεται το αμερικάνικο προλεταριάτο: η Πρωτομαγιά του Σικάγου και η 8η Μαρτίου της Νέας Υόρκης, η πραγματική ληξιαρχική πράξη γέννησης του προοδευτικού γυναικείου κινήματος.
Προκλητικά απαξιωτικό είναι το εγχειρίδιο απέναντι στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, τις ίδιες που απελευθέρωσε ο … πρόεδρος Μονρόε: σύμφωνα με το πόνημα, παρόλο που είχαν εξ ίσου πλούσιες με το βορρά πλουτοπαραγωγικές πηγές, δεν είχαν την ίδια ανάπτυξη, επειδή δεν είχαν την ίδια πληθυσμιακή σύνθεση με τις ΗΠΑ (δεν ήταν λευκοί, αγγλοσάξωνες και προτεστάντες προφανώς…) ούτε και τους ίδιους θεσμούς (ωσάν να τους άφησαν οι ντόπιες αστικές τάξεις και ο βόρειος γείτονας τη δυνατότητα να επιλέξουν…). Η άγρια εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών των χωρών αυτών από τις αμερικάνικες εταιρείες, τύπου United Fruit Company, η αντίστοιχη εγκαθίδρυση των δικτατοριών της «μπανάνας», έχουν ολοσχερώς εξαφανιστεί από το ιστορικό τοπίο της αμερικάνικης ηπείρου…
Ακολουθεί μία ενότητα αφιερωμένη στην αποικιοκρατία, το πρώτο κεφάλαιο της οποίας επιγράφεται «Η ακμή της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας». Στην εισαγωγή, η έννοια της αποικιοκρατίας ταυτίζεται με εκείνη του ιμπεριαλισμού. Ως αίτια της αποικιοκρατίας, αναφέρονται η αναζήτηση νέων αγορών και πηγών πρώτων υλών, αλλά και η … φιλανθρωπία και η πίστη στην ανωτερότητα του λευκού δυτικού ανθρώπου και στο χρέος του να εκπολιτίσει τους … υπανάπτυκτους! Στη σελίδα 56, η δυτική αντίληψη περί αποικιοκρατίας παρουσιάζεται να αντανακλάται στη «Μεγάλη Ιδέα», ή «Δόγμα του αλυτρωτισμού» που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της Ελλάδας καθ` όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ανεξάρτητα από τις – σύγχρονες ή μεταγενέστερες – κρίσεις για τη «Μεγάλη Ιδέα», οπωσδήποτε όμως αυτή δεν μπορεί να συνδεθεί ούτε από πλευράς αντικειμενικών συνθηκών ούτε από πλευράς ιδεολογικής με τη δυτική αποικιοκρατία: η Ελλάδα, κατά το 19ο αιώνα, ήταν ένα έθνος – κράτος που δεν είχε επιτύχει ακόμη την εθνικοκρατική του ολοκλήρωση, από τη στιγμή που μεγάλες περιοχές στις οποίες κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί τελούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία. Ήταν ζωτική αναγκαιότητα για την αστική τάξη η διεύρυνση των συνόρων με την ένταξη στην επικράτεια των περιοχών αυτών – άρα και η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Είναι άλλο ζήτημα αν η απόλυτη κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας» ως όχι απλά επίσημης αλλά αποκλειστικής ιδεολογίας του ελληνικού κράτους εμπόδισε σε μεγάλο βαθμό την ενασχόληση των πολιτικών μορφωμάτων της χώρας με ζητήματα εσωτερικής οικονομικής ανάπτυξης, βελτίωσης των παραγωγικών δυνάμεων, επίλυσης των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων. Πάντως, η Ελλάδα δεν έψαχνε ούτε νέες αγορές ούτε νέες πηγές πρώτων υλών – δεν ήταν, εξ άλλου, σε θέση, από το ίδιο το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη χώρα να το πράξει. Και, οπωσδήποτε, δεν χρησιμοποιήθηκαν ιδεολογήματα περί «φιλανθρωπίας» και «εξαγωγής αξιών». Το πώς λειτούργησε η ελληνική αστική τάξη στις αρχές του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα στο ζήτημα της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι επίσης ένα άλλο ζήτημα. Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο παράθεμα οφείλεται σε ένα άλλο άγχος που διακατέχει τους καλούς συγγραφείς: να αποδείξουν πόσο «ευρωπαίοι» είμαστε εμείς οι έλληνες.
Αφήνοντας τα κεφάλαια που αναφέρονται στις «προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους» και στους Βαλκανικούς πολέμους, περνάμε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ενότητα που ακολουθεί. Πρόκειται για την ενότητα που αφορά τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο και, ιδιαίτερα, το Α` Κεφάλαιο, υπό τον τίτλο «Οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων (1870 – 1914). Υποτίθεται ότι το κεφάλαιο αναφέρεται στις αιτίες του πολέμου. Εμείς πάντως προκηρύσσουμε ειδικό βραβείο σε όποιον αποκρυπτογραφήσει τι ακριβώς υπαινίσσονται οι συγγραφείς διότι εμείς – και μετά από πολλές αναγνώσεις – δεν έχουμε βγάλει κανένα συμπέρασμα (πέραν βεβαίως του συμπεράσματος ότι οι εξαίρετοι αυτοί επιστήμονες αδυνατούν ή δεν θέλουν να εμβαθύνουν στις πραγματικές, οικονομκο – κοινωνικές αιτίες ενός γεγονότος τέτοιας εμβέλειας. Μέσα από μία παράθεση φραστικών και ιστορικών ασυναρτησιών, κατανοούμε (περίπου) τα εξής:
Ο πόλεμος ξέσπασε μέσα σε μία ατμόσφαιρα «ανακούφισης» (!) και ότι όλοι ήθελαν με πρωτοφανή χαρά να πάνε να πολεμήσουν, διότι θα ξέφευγαν από την «πεζή πραγματικότητα» ενός κόσμου «ανεπανόρθωτα υλιστικού» (sic)!
Υπαίτιοι του πολέμου ήσαν οι γάλλοι και γερμανοί στρατιωτικοί και το βρετανικό ναυτικό που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους (πολιτική απόφαση για τον πόλεμο, προφανώς, δεν υπήρξε ποτέ ούτε σύγκρουση συμφερόντων για τον παγκόσμιο έλεγχο των αγορών).
Στις παραμονές του πολέμου, η εκβιομηχάνιση είχε σπάσει τις παραδοσιακές δεσμεύσεις και αξίες, με αποτέλεσμα την ηθική αποχαλίνωση των ανθρώπων. Αξίζει, νομίζω να παρατεθεί ολόκληρο το απόσπασμα, από το ίδιο το εγχειρίδιο: «Εξ άλλου, η ραγδαία εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη γενικά, καθώς και η συνακόλουθη ταχεία απορρόφηση μεγάλων ανθρώπινων μαζών στις πόλεις διατάραξαν την παραδοσιακή οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων και αποδέσμευσαν πολλά άτομα από τους παραδοσιακούς περιορισμούς και από αναστολές, με συνέπεια να αναπτυχθούν στο απρόσωπο πλαίσιο της πόλης διάφοροι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες, όπως μια γενική ανησυχία, ανατρεπτικές οργανώσεις και κινήματα και σποραδικές εκδηλώσεις βίας. Τέτοια φαινόμενα ήταν πιο συνηθισμένα στην περιφέρεια της Ευρώπης και στις παρυφές του αστικού ευρωπαϊκού πολιτισμού: στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στις βαλκανικές χώρες και στην Ανατολική Ευρώπη».
Μάλιστα. Με πραγματική αμηχανία επιχειρούμε το σχολιασμό του αποσπάσματος: είναι τόσο παχυλή η άγνοια των συγγραφέων ή τόσο μεγάλη η εμπάθεια και η εχθρότητά τους απέναντι σε ο,τιδήποτε λαϊκό και εξεγερσιακό; Προφανώς, υπαινίσσονται τα εργατικά κόμματα της εποχής και τις μεγάλες απεργίες (αν και η διατύπωσή τους είναι τελείως ασαφής), οι οποίες παρουσιάζονται ως στοιχεία που διασπούν τον κοινωνικό ιστό. Από μια άλλη πλευρά, αφού ισχυρίζονται ότι αυτά τα φαινόμενα οφείλονται στη «ραγδαία εκβιομηχάνιση» και στην «ταχεία απορρόφηση μεγάλων μαζών στις πόλεις», πώς αυτά εμφανίζονται σε περιοχές με χαμηλότερο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων; Αλλά βέβαια σε αυτές κατοικούν οι εξ αντικειμένου υπανάπτυκτοι, οι καταδικασμένοι (για φυλετικούς λόγους ίσως;) σε μόνιμη οικονομική και πολιτισμική υστέρηση: οι μελαχρινοί νότιοι, οι άξεστοι βαλκάνιοι, οι απολίτιστοι σλάβοι, οι απροσάρμοστοι στις βρετανικές αξίες ιρλανδοί …[7][7]
Δεν υπάρχει ιμπεριαλισμός, δεν υπάρχει καμμία προσπάθεια ελέγχου και αναδιανομής των αγορών και των αποικιών από την πλευρά της άρχουσας τάξης των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών: αιτίες του πολέμου είναι οι στρατιωτικοί, η τάση για φυγή από την καθημερινότητα και οι απεργίες… Δεν πρόκειται απλώς για εξόφθαλμες ιστορικές ανοησίες: πρόκειται για προσβολή στα εκατομμύρια των θυμάτων του πολέμου από όλες τις πλευρές, θυμάτων που, κατά συντριπτική πλειοψηφία, ανήκαν στην εργατική τάξη των σπαρασσόμενων χωρών. Εξ άλλου, η ίδια η εργατική τάξη και το κίνημά της έχει εξοβελιστεί από τις σελίδες του καλού βιβλίου.
Στα επόμενα κεφάλαια, εκτίθενται τα γεγονότα του πολέμου, καθώς και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτόν, ο επιλεγόμενος «Εθνικός Διχασμός» και ο Μικρασιατικός πόλεμος. Εντύπωση προκαλεί – κάτι που είχαμε επισημάνει και στο αλήστου μνήμης αντίστοιχο πόνημα της ΣΤ` Δημοτικού – η απουσία αναφοράς και, πολύ περισσότερο, σχολιασμού της στάσης των δυνάμεων της Αντάντ, τόσο σε σχέση με τη «χρήση» του ελληνικού στρατού και των ιδίων ελληνικών επιδιώξεων για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, όσο και σε σχέση με τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια της καταστροφής. Ο εχθρός όμως υπάρχει και είναι οι … μπολσεβίκοι. Στη σελίδα 89, αναφέρονται τα εξής: «Για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας ο Βενιζέλος έθεσε στη διάθεση της Γαλλίας και της Αγγλίας το Α` Σώμα Στρατού (δύο από τις μεραρχίες του) για να λάβει μέρος στον πόλεμο κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία τους πρώτους μήνες του 1919. Η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία εναντίον των μπολσεβίκων έστρεψε την οργή των τελευταίων εναντίον των ελληνικών κοινοτήτων της νότιας Ρωσίας, οι οποίες πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα: πολλοί έλληνες έπεσαν θύματα των μπολσεβίκων, ενώ πολλοί περισσότεροι κατέφυγαν στην Ελλάδα και στον Πόντο».
Αλίμονο, τι το ηθικότερον πολιτικά από το να διαθέσει μία χώρα το στρατό της (τα ένοπλα παιδιά της εργατικής τάξης δηλαδή) σε ισχυρότερες δυνάμεις για να βοηθήσει τη συντριβή της επανάστασης ενός άλλου λαού … Και, βέβαια, το δεύτερο ζήτημα που θέτει στη συγκεκριμένη παράγραφο το καλό εγχειρίδιο εκτίθεται με τρόπο που δεν έχει καμμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Αλήθεια, γιατί δεν μας λένε οι ρέκτες συγγραφείς πόσοι έλληνες έπεσαν όχι θύματα των μπολσεβίκων αλλά στο πλευρό των μπολσεβίκων, παίρνοντας ενεργό μέρος στη μεγαλύτερη επανάσταση που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, κατακτώντας τον τίτλο του «σοβιετικού ήρωα»;[8][8] Πέρα όμως από αυτό, το ζήτημα της αντιπαλότητας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε μερίδα του ποντιακού στοιχείου και στη σοβιετική εξουσία, δεν είχε να κάνει ούτε με την εθνικότητα των ποντίων ούτε με κάποια … εκδικητικότητα των σοβιετικών απέναντι στις ελληνικές κοινότητες λόγω ουκρανικής εκστρατείας, αλλά απλά και μόνο με την αντισοβιετική δράση ορισμένων ηγετικών – και οικονομικά ισχυρών – κύκλων των κοινοτήτων αυτών. Τα αναγνωστικά πάντως που είχαν κυκλοφορήσει στα ελληνικά οι ποντιακές κοινότητες, ως τμήμα της μορφωτικής κοσμογονίας που ακολούθησε τη Μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση, είναι στη διάθεση των μελετητών …
Και, βέβαια, αναφερόμενο στη Μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση, το εγχειρίδιο μεγαλουργεί: ας υπενθυμίσουμε, κατ` αρχήν, στους καλούς μας συγγραφείς, ότι στην παγκόσμια βιβλιογραφία, το κορυφαίο αυτό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας δεν ονομάζεται «ρώσικη» επανάσταση, όπως χαρακτηριστικά επιμένουν να την αποκαλούν. Ας τους υπενθυμίσουμε ακόμη ότι δεν ήταν πραξικόπημα – διότι, αν και δεν αναφέρεται η συγκεκριμένη λέξη, ως τέτοιο παρουσιάζεται. Ανάμεσα σε άλλα, γράφεται και το εξής καταπληκτικό: η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Πετρούπολη στη Μόσχα, συμβόλιζε μεταξύ άλλων τη στροφή από την Ευρώπη στην Ασία (!!!) Εμείς απλώς να τους συστήσουμε να ανοίξουν έναν, οποιονδήποτε όμως, παγκόσμιο άτλαντα, ώστε να βεβαιωθούν ότι η Μόσχα κείται επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ενδέχεται οι άνθρωποι να την έχουν μπερδέψει με το Βλαδιβοστόκ. Ανθρώπινο το σφάλλειν ….
Κατά το εγχειρίδιο, οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι μπολσεβίκοι «δε σημείωσαν την επιθυμητή επιτυχία». Αλίμονο, θεωρείται επιτυχία το να πάρει την εξουσία η εργατική τάξη, σε μια χώρα με ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα, με σοβαρή υστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και της κουλτούρας και του πολιτισμού, με ακραία φαινόμενα φτώχειας και να την καταστήσει κορυφαία βιομηχανική δύναμη; Θα θεωρήσουμε επιτυχία ότι το σοβιετικό καθεστώς έδωσε τροφή, στέγη και παιδεία σε όλους; Θα θεωρήσουμε επιτυχία την πολιτιστική κοσμογονία που συνόδευσε την επανάσταση; Τον ενεργό διεθνισμό του σοβιετικού κράτους με κορυφαία εκδήλωσή του την εκ των ων ουκ άνευ συμβολή της ΕΣΣΔ στην αντιφασιστική νίκη, η οποία λιπάνθηκε με 27.000. 000 νεκρούς; Την απόδοση γλώσσας, θρησκείας, παιδείας, οντότητας σε λαούς που, μέχρι τότε, ήταν «η σκόνη κι ο κουρνιαχτός της ιστορίας»; ‘Όχι βέβαια, τίποτε απ` όλα αυτά δεν είναι επιτυχία …
Αλιεύουμε και άλλα μαργαριτάρια από το συγκεκριμένο κεφάλαιο: οι συγγραφείς αναφέρονται στην κατάργηση των αστικών κομμάτων και επισημαίνουν ότι το μόνο κόμμα που δεν καταργήθηκε ήταν «το Κομμουνιστικό, που τέθηκε και αυτό υπό την κηδεμονία της κομμουνιστικής επαναστατικής ηγεσίας».(σελ. 95). Δηλαδή, υπό την κηδεμονία των φυσικών καθοδηγητών του; Ο θρίαμβος του ιστορικού παραλόγου!
Στη σελίδα 96, οι συγγραφείς, αναφερόμενοι στην ίδρυση της Γ` Διεθνούς, θυμούνται ότι έχουν αφήσει μία εκκρεμότητα.. Αποφασίζουν λοιπόν να βάλουν αστερίσκο στη λέξη «καπιταλισμός» και να παραπέμψουν τους μαθητές στο γλωσσάρι, στις πίσω σελίδες του βιβλίου. Εκεί λοιπόν διαβάζουμε τα εξής: «Καπιταλισμός (κεφαλαιοκρατία): Κοινωνικοοικονομικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρηματίες καρπώνονται το κέρδος ως ανταπόδοση για το κεφάλαιο που παρέχουν στην επιχείρησή τους για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στους εργαζομένους».
Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος… Πέρα από τις ασυνταξίες και τα άθλια ελληνικά (τι θα πει αλήθεια «κεφάλαιο που παρέχουν στην επιχείρησή τους;) τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε αυτό τον ορισμό; Οι επιχειρηματίες «παρέχουν» αγαθά και υπηρεσίες στους εργαζομένους, οι οποίοι τι ακριβώς κάνουν στην παραγωγική διαδικασία; Κάθονται και απολαμβάνουν τα παρεχόμενα αγαθά; Και το κεφάλαιο πώς ακριβώς σχηματίζεται; Πέφτει από τον ουρανό ως μάννα; Δεν εμπεριέχει το χρόνο, τον ιδρώτα, πολλές φορές το αίμα, των εργαζομένων, των άμεσων παραγωγών; Σύμφωνα με τη λογική του εξαίρετου τούτου πονήματος λοιπόν, με τόσα που «παρέχουν» οι επιχειρηματίες (κεφάλαιο, αγαθά και υπηρεσίες που προκύπτουν με θεϊκή παρέμβαση και με την καλή τους την καρδιά) χάρη μας κάνουν που καρπώνονται μόνο το κέρδος – ως ανταπόδοση, δε για τις ευεργεσίες τους!
Επιστρέφουμε στο κυρίως σώμα του βιβλίου και στα όσα εκπληκτικά γράφονται για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο στόχος της Διεθνούς λοιπόν, κατευθυνόμενος από τη Σοβιετική Ένωση, ήταν «η πρόκληση αποσταθεροποιητικών καταστάσεων σε χώρες με αστικά καθεστώτα». (σελ. 96). Θα πει κανείς ότι εδώ οι ευπρεπείς γάλλοι αστοί επιχείρησαν την εξαγωγή της επανάστασης στα 1792, με τη μάχη του Βαλμί, δεν θα έπρατταν το ίδιο οι «λύκοι μπολσεβίκοι»; Η αναγκαιότητα της κοινωνικής ανατροπής στις ίδιες τις καπιταλιστικές χώρες και η διεθνιστική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης και της Διεθνούς στα κατά χώρα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα αποτελούν βέβαια πεδίο τελείως άγνωστο – και σαφώς εχθρικό – για τους καλούς συγγραφείς μας.
Στο ίδιο κεφάλαιο, μαθαίνουμε επίσης ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ η αρχή της οικειοθελούς αποχώρησης των ενωσιακών δημοκρατιών από την ΕΣΣΔ (γι` αυτό το λόγο, φαίνεται, έβαλε κι ο ιμπεριαλισμός ένα χεράκι, ώστε να αποχωρήσουν «οικειοθελώς»). Εκείνο που δεν μαθαίνουμε είναι το πώς προέκυψε το έθνος – κράτος Φινλανδία που, οικειοθελέστατα, αν και τμήμα της τσαρικής αυτοκρατορίας, δεν συμμετείχε στις διαδικασίες σχηματισμού της ΕΣΣΔ – πρωτοβουλία στηριγμένη στη δυνατότητα που έδωσε στους Φινλανδούς ο ίδιος ο Λένιν. Η Φινλανδία φαίνεται ότι είναι μία ψευδαίσθηση…
Τέλος, μαθαίνουμε ότι το ΚΚΣΕ ελεγχόταν από τους ρώσους. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι οι ρώσοι αποτελούσαν την πιο πολυάριθμη εθνότητα στα πλαίσια της ένωσης, με την παλαιότερη και πιο καλλιεργημένη γλώσσα που μπορούσε να αποτελέσει – και, λογικά απετέλεσε – τη lingua franca της ΕΣΣΔ. Όλες όμως οι εθνότητες αντιπροσωπεύονταν στο ανώτατο επίπεδο τόσο στο Ανώτατο Σοβιέτ όσο και στο ΚΚΣΕ. Δύο διαδοχικοί γενικοί γραμματείς – ο γεωργιανός Στάλιν και ο ουκρανός Χουρτσώφ – δεν ήταν ρώσοι. Αν όμως η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με την άποψή μας, τόσο το χειρότερο για την πραγμαιτκότητα…
Τέλος, δύο λόγια για τις πηγές: δύο όλες κι όλες παρατίθενται για την Οκτωβριανή Επανάσταση: ένα απόσπασμα από τις «Θέσεις του Απρίλη» και ένα απόσπασμα του … Σολζενίτσιν για την «προσωπολατρεία». Από το σύνολο της πλουσιώτατης σοβιετικής φιλολογίας, οι καλοί συγγραφείς αυτό θεώρησαν ως το χαρακτηριστικότερο απόσπασμα!
Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα, αυτή την περίοδο, σύμφωνα με το βιβλίο, έπρεπε να βρουν πειστικές απαντήσεις στα κοινωνικά προβλήματα, ώστε να αντιμετωπίσουν τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν εγκαθιδρυθεί στην Ιταλία και στη … Ρωσία! Οι συγγραφείς αναμασούν εδώ τη θεωρία περί «ολοκληρωτισμού» στην οποία συμπεριλαμβάνουν – και εξισώνουν – τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου και το σοσιαλισμό, με την ερμηνεία ότι πρόκειται για «συγκεντρωτικά, αυταρχικά κράτη». Η κοινωνική βάση των καθεστώτων αυτών, όχι μόνο διαφορετική αλλά και βαθειά εχθρική (εξουσία της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, ακραία μορφή διακυβέρνησης από την πιο επιθετική μερίδα του κεφαλαίου στο φασισμό) φυσικά βρίσκεται εντελώς έξω από τους προβληματισμούς και τις απόψεις τους.
Στο επόμενο κεφάλαιο («Εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα, 1923-1930»), εκτίθεται μία μάλλον ειδυλλιακή εικόνα της χώρας, με κύριο χαρακτηριστικό την οικονομική ανάπτυξη. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα συντέλεσε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, δεδομένης της συγκέντρωσης – για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους – φτηνού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, αυτό το φτηνό εργατικό δυναμικό δεν ήταν νούμερα σε στατιστικές αλλά ζωντανοί άνθρωποι που υπέστησαν ένα βίαιο ξερριζωμό και που συνάντησαν τραγικές δυσκολίες στην ένταξη και αποκατάστασή τους στην ελληνική κοινωνία. Καμμία από αυτές τις πλευρές δεν αναφέρεται στο εγχειρίδιο – όπως δεν αναφέρεται ούτε σε αυτό ούτε και σε προηγούμενο κεφάλαιο για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, η ίδρυση του παλαιότερου κόμματος της χώρας, του ΚΚΕ.
Η ΄πέμπτη ενότητα του βιβλίου είναι αφιερωμένη στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως συμβαίνει και με τον Α`, έτσι και εδώ οι πραγματικές αιτίες του πολέμου εξοβελίζονται. Δεν μαθαίνουμε τίποτε για την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, τίποτε και για την κοινή αντίθεση όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (τόσο των αστικών – κοινοβουλευτικών όσο και των φασιστικών) με τη Σοβιετική Ένωση και με τη Διεθνή. Ο Ισπανικός Εμφύλιος – το σημαντικότερο «πρόδρομο γεγονός» του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και πολύ ενδεικτικό της στάσης ανοχής που επέδειξαν οι αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες απέναντι στο φασισμό και στο ναζισμό – αναφέρεται μόνο στην επεξήγηση που δίνεται κάτω από τη «Γκερνίκα» του Πικάσο. Όσον αφορά την έκθεση των ίδιων των γεγονότων του πολέμου, εκτεταμένη αναφορά γίνεται στη «Μάχη της Αγγλίας», η οποία υποστηρίζεται και από την παρατιθέμενη πηγή (απόσπασμα από το πόνημα του Ουίνστον Τσόρτσιλ, «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος»). Παραπλεύρως, γίνεται αναφορά στην εισβολή των στρατευμάτων του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση. Εδώ, μαθαίνουμε ότι η αρχική «ραγδαία προέλαση» των γερμανών θα ανακοπεί λόγω του … ρωσικού χειμώνα (πάγιο επιχείρημα όλων όσων επιχειρούν να ακυρώσουν την εποποιία του σοβιετικού λαού στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου, μια εποποιία που καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, το είδος και το ήθος του νέου τύπου ανθρώπου που πλάθονταν στη Σοβιετική Ένωση). Η δε παρατιθέμενη πηγή είναι ένα εξαιρετικά μικρό απόσπασμα ημερολογίου που αναφέρεται στην πολιορκία του Λένινγκραντ και το τελικό συμπέρασμα του οποίου είναι ότι «οι ζωντανοί δεν είχαν κουράγιο να θάψουν τους νεκρούς». Οποία αντίθεση με τη γενναιότητα και την ικανότητα των βρετανών πιλότων, όπως προκύπτει από το απόσπασμα του Τσόρτσιλ… Τι μοιρολάτρες αυτοί οι σλάβοι, πολλώ δε μάλλον όταν είναι και κομμουνιστές…
Το 3ο κεφάλαιο της ενότητας είναι αφιερωμένο στη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο και στην εθνική αντίσταση. Το εγχειρίδιο ξαναφέρνει «από το παράθυρο» το «Όχι του Μεταξά», ενώ πουθενά δεν αναφέρεται η προδοσία της αστικής τάξης και η εγκατάλειψη του ελληνικού λαού στην τύχη του, μετά την υποχώρηση και την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Αμέσως μετά, οι συγγραφείς αναφέρονται στη «συνέχιση του ένοπλου αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων», εκθειάζοντας τις ενέργειες της «εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καϊρου» και των στρατιωτικών σωμάτων που συγκροτήθηκαν στη Μέση Ανατολή. Το υποκεφάλαιο αυτό προηγείται (υποπτεύομαι, στη συνείδηση των συγγραφέων και ιεραρχικά) εκείνου που αναφέρεται στην εθνική αντίσταση και το οποίο είναι εξαιρετικά σύντομο. Προφταίνει ωστόσο να δείξει, για μια ακόμη φορά, τη λογική των συγγραφέων: αναφέρεται βέβαια το ΕΑΜ ως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, το ποιος όμως το οργάνωσε και το καθοδήγησε αναφέρεται όχι στο σώμα του κειμένου αλλά στο … γλωσσάρι, στο πίσω μέρος του βιβλίου. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε το εξής: στο κεφάλαιο, παρατίθεται ως πηγή (χαρακτηριστική, προφανώς, κατά τους συγγραφείς, του φρονήματος των ελλήνων κατά την εθνική αντίσταση) ένα κείμενο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του 1942, που αναφέρεται στην … ανάγκη απελευθέρωσης της χώρας από την τριπλή φασιστική κατοχή, να υποθέσουμε οι αφελείς; Όχι, βέβαια! Στην ανάγκη … ενοποίησης της Ευρώπης! (Βέβαια, η Ευρώπη ήταν ενοποιημένη, εκείνη την εποχή, κάτω από τη χιτλερική μπότα…).
Η υποβάθμιση του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και των λαϊκών αντιφασιστικών και αντικατοχικών κινημάτων στην αντιφασιστική νίκη συνεχίζεται και κατά τα επόμενα κεφάλαια. Στο δε 5ο κεφάλαιο («Τα εγκλήματα πολέμου κατά της ανθρωπότητας – το Ολοκαύτωμα») ως μόνο άξιο μνείας έγκλημα πολέμου αναφέρεται ακριβώς και μόνο το Ολοκαύτωμα. Μακριά από μας οποιαδήποτε πρόθεση να αμφισβητήσουμε την τραγωδία: ωστόσο, μαζί με τους εβραίους, εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις κατεχόμενες χώρες κατά τρόπο εξ ίσου μαζικό, κομμουνιστές, πατριώτες, αντιφασίστες, αλλά και τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι, σλάβοι και πολλές άλλες πληθυσμιακές ομάδες θεωρούμενες ως «κατώτερες» από τους χιτλερικούς. Πολλοί από τους νεκρούς (οι κομμουνιστές και άλλοι αντιφασίστες κατ` εξοχήν) έδωσαν εντελώς συνειδητά τη ζωή τους στην υπόθεση της αντιφασιστικής νίκης. Άλλοι από αυτούς, υπήρξαν αναλώσιμο υλικό, «παράπλευρη απώλεια», σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία του ιμπεριαλισμού. Πάντως και οπωσδήποτε θύματα δεν ήσαν μόνο οι εβραίοι.
Και, για να είμαστε ιστορικά ακριβείς, θα πρέπει να αναφέρουμε και τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχτηκαν από την πλευρά των (δυτικών) συμμάχων: καταγράφουμε ανάμεσά τους τη μαζική εκτόπιση αμερικανών πολιτών ιαπωνικής καταγωγής στις ΗΠΑ, τον ανελέητο βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους συμμάχους, χωρίς να υπάρχει στρατιωτικός λόγος[9][9] και, πρώτα και κύρια, τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι από τις ΗΠΑ, γεγονός που το εγχειρίδιο περιορίζεται να καταγράψει ως «αμφιλεγόμενη ιστορικά ενέργεια».
Τέλος, όσον αφορά τα ζητήματα του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, σε χάρτη που παρατίθεται με τον αριθμό των νεκρών ανά ευρωπαϊκή χώρα, στην περιοχή της ΕΣΣΔ δεν υπάρχει απολύτως κανένας αριθμός! Αν το βιβλίο της ΣΤ` Δημοτικού είχε εξαφανίσει … τη χώρα, αυτό της Γ` Λυκείου κατώρθωσε να εξαφανίσει τα 27.000.000 των νεκρών, που πολέμησαν και έπεσαν για τη σοσιαλιστική τους πατρίδα και τους λαούς όλου του κόσμου.
Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται στους ανταγωνισμούς που ξέσπασαν στο στρατόπεδο των νικητών. Γίνεται η πάγια αναφορά του «μοιράσματος του κόσμου» ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και το Στάλιν, ενώ στο ίδιο κεφάλαιο ενσωματώνεται και η σύγκρουση που ξέσπασε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το βιβλίο, αναφερόμενο στο Δεκέμβρη, κάνει λόγο για σύγκρουση ανάμεσα σε «μικρό τμήμα του ελληνικού στρατού, χωροφυλακή και το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα με τις δυνάμεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ». Μήπως αυτό αποκαλείται επέμβαση και καταστρατήγηση, από την πλευρά της άρχουσας τάξης και του βρετανικού ιμπεριαλισμού, της βούλησης του ελληνικού λαού; Αλίμονο, για μια ακόμη φορά, οι συγγραφείς θα επικαλεστούν την αντικειμενικότητά τους και την αποστασιοποίησή τους από τα γεγονότα…
Ακολουθεί ένα τελικό κεφάλαιο που αφορά τις Συνθήκες Ειρήνης μετά τον πόλεμο και την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ουδείς λόγος γίνεται για τη συγκρότηση του ΕΜΠΑ (Εθνικό Μέτωπο Πανδωδεκανησιακής Απελευθέρωσης) που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ ώστε να αποφευχθεί πιθανή «κυπροποίηση» των νησιών (με την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης των βρετανών και της πιθανής αποικιοποίησής τους) και να δημιουργηθεί ενεργό λαϊκό κίνημα που θα στήριζε την ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα. Μεγάλο όμως ενδιαφέρον στο εν λόγω κεφάλαιο έχει και η αναφορά στην εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής ή και από τα ίδια φασιστικά καθεστώτα. Το γεγονός αυτό λοιπόν παρουσιάζεται ως «ρύθμιση υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης» και οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν αν, κατά τη γνώμη τους, «οι ρυθμίσεις αυτές ικανοποίησαν τους λαούς αυτών των χωρών». Και μην τολμήσει κάποιο παιδάκι να απαντήσει θετικά …
Η ύλη του βιβλίου είναι τεράστια. Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στο μεταπολεμικό κόσμο και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, περιλαμβάνοντας εξαιρετικής σημασίας ζητήματα, όπως ο ελληνικός εμφύλιος, η κατάργηση της αποικιοκρατίας, ο λεγόμενος «ψυχρός πόλεμος», η δικτατορία στην Ελλάδα, το κυπριακό. Επίσης, το βιβλίο περιλαμβάνει μία εκτεταμένη ενότητα αφιερωμένη στον πολιτισμό. Λόγω λοιπόν της σπουδαιότητας των ζητημάτων αυτών και της περιορισμένης έκτασης του περιοδικού μας, θα συνεχίσουμε την εκτενή παρουσίαση και κριτική στο πόνημα στο επόμενο τεύχος.
Για το Βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ` Λυκείου – 2ο μέρος.
Στο παρόν άρθρο, επανερχόμαστε στο νέο βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ` Τάξης του Λυκείου – ένα βιβλίο που, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, διέπεται από μία βαθειά συντηρητική αντίληψη, τόσο στο πεδίο της μεθοδολογίας (θετικισμός, έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και στην έννοια των κοινωνικών τάξεων) όσο και σε εκείνο της ιδεολογίας (ιστορικός «αναθεωρητισμός», με την έννοια της απαξίωσης των λαϊκών κινημάτων από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι και τις μέρες μας). Στο πρώτο άρθρο μας, αποδελτιώσαμε εξώφθαλμες τέτοιες περιπτώσεις – αλλά και εξώφθαλμα ιστορικά λάθη – στο πρώτο μέρος του βιβλίου, σε εκείνο που φτάνει μέχρι το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και στις συνθήκες με τις οποίες αυτός έκλεισε. Στο δεύτερο μέρος, θα ασχοληθούμε με το πώς παρουσιάζει το εν λόγω εγχειρίδιο το μεταπολεμικό κόσμο, μέχρι και τις μέρες μας, καθώς επίσης και ορισμένα ζητήματα τέχνης και πολιτισμού.
Το Κεφάλαιο ΣΤ` του βιβλίου επιγράφεται «Ο Μεταπολεμικός κόσμος» και το πρώτο του υποκεφάλαιο «Η μεταπολεμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας – η σύσταση και η λειτουργία του ΟΗΕ». Παρ` όλο που το ύφος του κεφαλαίου – όπως και ολόκληρου του δεύτερου μέρους του βιβλίου – είναι μάλλον ψύχραιμο, χωρίς έκδηλα συντηρητικές φραστικές εξάρσεις, ωστόσο, το περιεχόμενο είναι απόλυτα συμβατό με τη γενικώτερη φιλοσοφία του εγχειριδίου: η αντίληψη της άρχουσας τάξης (και του ιμπεριαλισμού) για τα μεταπολεμικά αλλά και για τα σύγχρονα ζητήματα. Στο εν λόγω κεφάλαιο λοιπόν μαθαίνουμε ότι «η σκυτάλη των διεθνών υποθέσεων περνά στα χέρια δύο εξωευρωπαϊκών δυνάμεων, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση». Προφανώς, οι συγγραφείς προσπαθούν να αποσπάσουν τη Σοβιετική Ένωση από τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Πέραν αυτού του σημείου – που, ίσως, αποτελεί λεπτομέρεια σε σχέση με τη συνολική φιλοσοφία του βιβλίου – το εγχειρίδιο αναφέρεται στη σύσταση των δύο συνασπισμών (του «ανατολικού» και του «δυτικού», σύμφωνα με τη δική του ορολογία) καθώς και στο «διπολικό» κόσμο, ορίζοντας ότι οι δύο συνασπισμοί αντιπροσωπεύουν και δύο διαφορετικές προτάσεις για την οργάνωση της κοινωνίας.
Μέχρι εδώ, θα μπορούσε ακόμη και να συμφωνήσει κανείς. Επίσης, το βιβλίο δείχνει να προσπαθεί να «κρατήσει αποστάσεις» ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς. Ωστόσο, κατά τον τρόπο αυτό, αποσιωπάται σχεδόν εντελώς η επιθετική πολιτική του ιμπεριαλισμού, η οποία προκάλεσε σειρά επεμβάσεων και τοπικών συρράξεων σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Από μια άλλη πλευρά, χρησιμοποιείται (κατά κόρον δε, και στα επόμενα κεφάλαια), ο όρος «Ψυχρός Πόλεμος», ως βασικό χαρακτηριστικό του οποίου ορίζεται η ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου και από τις δύο υπερδυνάμεις, ώστε η μία να απειλεί την άλλη με οριστική καταστροφή. Αυτή η κατάσταση μάλιστα ονομάζεται από το εγχειρίδιο «Ισορροπία του τρόμου». Βεβαίως, αν μελετήσει κανείς τα γεγονότα και την ειδησεογραφία των τελευταίων χρόνων (αλλά και τα αρχεία των υπουργείων εξωτερικών, τα οποία έχουν πλέον ανοίξει για τα τελευταία τουλάχιστον 30 χρόνια) θα διαπιστώσει ότι, στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών προηγούνταν σταθερά οι ΗΠΑ και ακολουθούσε η Σοβιετική Ένωση, η οποία ακολουθούσε, γενικά, μία φιλειρηνική πολιτική αρχών, καθώς η εμπλοκή της στον ανταγωνισμό αυτό της προκαλούσε σημαντική οικονομική αιμορραγία. Πέρα από αυτό, συζητιέται σήμερα ευρέως και σε βάθος κατά πόσο αυτή η φιλειρηνική πολιτική έπαιρνε υπ` όψη της (ειδικά μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ) τις πραγματικές προθέσεις του ιμπεριαλισμού, που, εξ άλλου, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τον πόλεμο…
Στο ίδιο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στην ίδρυση, στη δομή και στις λειτουργίες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι «έγινε κατάχρηση του δικαιώματος βέτο τόσο από τους Δυτικούς όσο και από τους Σοβιετικούς (…)». Εδώ, γεννάται το ερώτημα: σε ποιες περιπτώσεις και υπέρ ποίων έχουν ιστορικά ασκήσει το δικαίωμα βέτο οι μεν και οι δε; Διότι (και αυτό θα ήταν χρήσιμη γνώση για τους μαθητές, δεδομένου ότι οι αποφάσεις του ΟΗΕ αφορούν και θέματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα το Κυπριακό) συνηθέστατα το βέτο των σοβιετικών αφορούσε στην υπεράσπιση των συμφερόντων χωρών με πιο ανίσχυρη θέση στο παγκόσμιο σύστημα ή χωρών που αποτίνασσαν τον αποικιακό ζυγό και διεκδικούσαν το δικαίωμα, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να ορίσουν μόνοι τις τύχες τους. Σε αντίθεση με αυτό, οι ΗΠΑ και οι «δυτικοί» (για να χρησιμοποιήσουμε την επιεικώς άτυχη ορολογία του βιβλίου, αφού οι συγκεκριμένες χώρες δεν προσδιορίζονται από τη θέση τους στο χάρτη αλλά από το κοινωνικο – οικονομικό τους σύστημα, τον καπιταλισμό) έχουν ασκήσει βέτο κυρίως για να υποστηρίξουν τις επιθετικές επιλογές χωρών – περιφερειακών χωροφυλάκων του ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως το Ισραήλ και η Τουρκία. Το κυπριακό (που την αποτυχία του ΟΗΕ στην επίλυσή του επισημαίνει το εγχειρίδιο), αλλά και το παλαιστινιακό πρόβλημα αποτελούν εντελώς χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το επόμενο υποκεφάλαιο φέρει τον ακόλουθο τίτλο: «Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Οι επιπτώσεις του στην Ελλάδα και ο εμφύλιος πόλεμος». Το εγχειρίδιο αρνείται το παραδοσιακό επιχείρημα περί ρύθμισης σφαιρών επιρροής στη Γιάλτα και στο Πότσνταμ, υπό την έννοια όμως ότι αυτή η ρύθμιση έγινε … στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του !944, στη συνάντηση μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ. Παραθέτουμε ολόκληρο το απόσπασμα: «Η μόνη ρύθμιση που αφορούσε ορισμό σφαιρών επιρροής ήταν η λεγόμενη «συμφωνία ποσοστών», που συνήψαν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944 ο βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν: βάσει αυτής, η ΕΣΣΔ θα έλεγχε τις χώρες του εσωτερικού των Βαλκανίων, ενώ η Ελλάδα θα περιερχόταν υπό βρετανική επιρροή. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή επικεντρωνόταν σε ένα μόνο μέρος της Ευρώπης».
Στην πραγματικότητα, αν και με σχετικά κομψό τρόπο, επαναφέρεται το γνωστό – και ιστορικά αναπόδεικτο ιδεολόγημα περί «μοιράσματος του κόσμου». Εάν κάποιος προεκτείνει αυτή τη λογική και τη συνδέσει με προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου, θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βρετανική επέμβαση του Δεκέμβρη έγινε υπό το βλέμμα και τις ευλογίες … του Στάλιν. Αμέσως παρακάτω, μαθαίνουμε ότι οι σοβιετικοί εγκατέστησαν φιλικά προς αυτούς πολιτεύματα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που είχαν «καταληφθεί» (sic)[10][1] από τον Ερυθρό Στρατό, καθώς – σύμφωνα πάντα με την αιτιολόγηση του βιβλίου – έκριναν ότι ο έλεγχος της περιοχής ήταν απαραίτητος, καθώς από εκεί είχε ξεκινήσει η χιτλερική επίθεση εναντίον τους.
Αυτή η – συνηθέστατη στους αστούς – θέση, εμπεριέχει μία σειρά προβληματικών διατυπώσεων και συμπερασμάτων. Κατ` αρχήν, δηλώνει για μία ακόμη φορά τη μεθοδολογική – ιστορική αναπηρία των συγγραφέων του πονήματος (και του θετικισμού, τον οποίο ακολουθούν, συνολικότερα): την υποτίμηση ή και την πλήρη άγνοια των οικονομικών – κοινωνικών συνθηκών και αντιθέσεων μέσα στις ίδιες τις χώρες οι οποίες, μετά τον πόλεμο, επέλεξαν το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης – βεβαίως και υπό την καταλυτική επίδραση του Κόκκινου Στρατού. Η εκεί παρουσία του όμως δεν είχε την έννοια της επιβολής αλλά της επιτάχυνσης των διαδικασιών που κυοφορούνταν μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες και που ωρίμασαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, με την ανάπτυξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Έπειτα, αγνοούνται μερικά πολύ γνωστά ιστορικά γεγονότα: και η Αυστρία απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό: ωστόσο, εκεί δεν «επιβλήθηκε» σοσιαλιστικό καθεστώς, καθώς οι συνθήκες σαφώς δεν το επέτρεπαν. Τέλος, αλλά όχι λιγώτερο σημαντικό, η διαπάλη των συστημάτων και οι διακρατικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, αντιμετωπίζονται ως πολιτικές ή ηθικές επιλογές, αποσπασμένες από την ταξική τους βάση και από τις ταξικές συγκρούσεις.
Στο ίδιο πλαίσιο, αντιμετωπίζεται και ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, ως απόρροια εξωγενών παραγόντων και ως εκδήλωση του Ψυχρού Πολέμου. Σε ερώτηση μάλιστα που τίθεται στο τέλος του κεφαλαίου, οι μαθητές καλούνται να απαντήσουν ακριβώς σε αυτό, να επισημάνουν δηλαδή τη σύνδεση ελληνικού εμφυλίου και Ψυχρού Πολέμου. Το βιβλίο «αγνοεί» επιδεικτικά την ταξική διάσταση της σύγκρουσης, μία διάσταση που είχε ήδη εκδηλωθεί από τα χρόνια ακόμα της εθνικής αντίστασης, όταν η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της είτε ανοιχτά εμήδισαν είτε υπηρέτησαν τους σχεδιασμούς των βρετανών, ώστε να επανεδραιώσουν μεταπολεμικά τη δική τους θέση[11][2], ενώ η εργατική τάξη και το πολιτικό της υποκείμενο σήκωσαν το βάρος του αγώνα και των θυσιών. Με ήπιους τόνους αναφέρεται στις ξενικές επεμβάσεις (πρώτα τη βρετανική και έπειτα την αμερικάνικη)[12][3] και, βέβαια, δεν αναφέρεται καθόλου στα εγκλήματα που διέπραξε η ελληνική αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της απέναντι στο εαμικό λαϊκό κίνημα και στο ΚΚΕ: οι φυλακές, οι εξορίες, οι εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, οι βόμβες ναπάλμ, απουσιάζουν προκλητικά από τις σελίδες του «καλού» βιβλίου. Ακόμη, μαθαίνουμε τα ακόλουθα: «Επιπλέον, η εμφύλια σύγκρουση διέψευσε με τρόπο επώδυνο τις προσδοκίες για κοινωνική απελευθέρωση και κοινωνική δικαιοσύνη, που είχαν επαγγελθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου όλες ανεξαιρέτως οι αντιστασιακές οργανώσεις, δεξιές και αριστερές». Στο απόσπασμα αυτό, εμφανίζονται ισόκυρες και ισοδύναμες όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις και όλες (ανεξαιρέτως δε) οραματιζόμενες την κοινωνική απελευθέρωση και τη δικαιοσύνη! Θα μπορούσαν άραγε οι καλοί συγγραφείς να μας δηλώσουν με ποιες διακηρύξεις, αλλά και, κυρίως, με ποιες πράξεις, οργανώσεις αυταπόδεικτα μικρότερης εμβέλειας από το ΕΑΜ, όπως ο ΕΔΕΣ, έδειξαν τις προθέσεις τους να οικοδομήσουν μια διαφορετική κοινωνία; Εμάς, τουλάχιστον, μας διαφεύγει … Αντίθετα, το πλουσιότατο, σε όλα τα πεδία και δεδομένων των συνθηκών της εποχής, έργο της ΠΕΕΑ, το οποίο δημιούργησε φύτρα λαϊκής εξουσίας, δείχνει ποιος πραγματικά πάλευε για μία κοινωνία διαφορετική – και αυτό ανεξάρτητα από συγχύσεις ή λάθη που χαρακτήρισαν την επική πορεία του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της εθνικής αντίστασης.
«Η εξέλιξη και το τέλος του ψυχρού πολέμου» είναι το επόμενο υποκεφάλαιο του βιβλίου. Πρόκειται για ένα αρκετά εκτεταμένο κεφάλαιο (θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η έκτασή του είναι και διδακτικά προβληματική) στο οποίο «συνωστίζονται» διεθνή γεγονότα από το 1950 μέχρι και το 1990. Μία ορισμένη προσπάθεια «αντικειμενικής» αντιμετώπισης των γεγονότων στις διατυπώσεις του κεφαλαίου, υπονομεύεται από το σαφή φιλοατλαντικό και φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό των συγγραφέων. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο, η «κομμουνιστική»[13][4] Βόρεια Κορέα «επιτίθεται» στη Νότια (άρα, έχουν δίκιο οι αμερικανοί που σπεύδουν να «συντρέξουν» τους αμυνόμενους;) Δίνεται ορισμένο βάρος (σε σχέση με τη συνολική έκταση του κεφαλαίου) στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ενώ στηλιτεύεται η σοβιετική παρέμβαση στην Ουγγαρία το 1956. Βεβαίως, δεν αναφέρεται πουθενά ότι η ουγγρική «εξέγερση» υπήρξε το αποτέλεσμα της δράσης αντικομμουνιστικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων. Ιδιαίτερο βάρος δίνει το κεφάλαιο και στην οικοδόμηση του «Τείχους του Βερολίνου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «σύμβολο της διαίρεσης της Ευρώπης». Γενικά, ούτε σε αυτό το κεφάλαιο ούτε και στο προηγούμενο δεν αναφέρονται οι διαρκείς υπονομευτικές προσπάθειες των χωρών του ιμπεριαλιστικού συστήματος απέναντι στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και, βέβαια, οποιαδήποτε προσπάθεια άμυνας αυτού του δεύτερου αντιμετωπίζεται απαξιωτικά.
Η αναφορά στην «κρίση των πυραύλων της Κούβας» (η ορολογία είναι του εγχειριδίου) είναι και η μόνη αναφορά του βιβλίου στις επαναστατικές διαδικασίες και στην πολιτική εμπειρία (θετική και αρνητική) των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Οι διατυπώσεις της παραγράφου οδηγούν εύκολα στο συμπέρασμα ότι η ευθύνη για την κρίση βαραίνει το Φιντέλ Κάστρο και τη Σοβιετική Ένωση – εξ άλλου, σε όλο αυτό το τμήμα του βιβλίου εμφανίζεται σχεδόν πάντα ο σοσιαλιστικός κόσμος, ως όλον ή επί μέρους συνιστώσες του – να έχουν την πρωτοβουλία σε επιθετικές ενέργειες.
Με σχετική νηφαλιότητα αντιμετωπίζεται από το εγχειρίδιο ο πόλεμος του Βιετνάμ, χωρίς όμως την ανοιχτή καταδίκη της αμερικάνικης επέμβασης (απλώς, οι συγγραφείς αναφέρονται σε «ακρότητες» των αμερικανικών δυνάμεων). Στην ιεράρχηση των αιτίων της ήττας των αμερικανών, αναφέρεται βέβαια η καθολική αντίσταση του βιετναμικού λαού, σε πρώτη όμως θέση βρίσκονται «τα παρθένα δάση του Βιετνάμ». Και εδώ γεννάται ο ακόλουθος προβληματισμός: βασικό αίτιο της ήττας των αμερικανών στο Βιετνάμ είναι τα παρθένα δάση της χώρας, της ήττας των ναζί στη Σοβιετική Ένωση ο … ρώσικος χειμώνας – εάν τραβήξουμε στα άκρα αυτό το συλλογισμό, αίτιο της νίκης της ελληνικής επανάστασης είναι τα κακοτράχαλα ελληνικά βουνά, της γαλλικής επανάστασης τα σοκάκια του Παρισιού, που προσφέρονται για την κατασκευή οδοφραγμάτων κλπ. κλπ. Είναι βέβαιο ότι ο γεωγραφικός παράγοντας επηρεάζει έναν αγωνιζόμενο λαό, ως προς την επιλογή της στρατιωτικής τακτικής που θα ακολουθήσει απέναντι στον αντίπαλο: η τελική όμως έκβαση μιας αναμέτρησης, μιας πολεμικής ή επαναστατικής διαδικασίας εξαρτάται πρώτα και κύρια από την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών και από το βαθμό ανάπτυξης της συνείδησης του υποκειμενικού παράγοντα. Από αυτή την άποψη, συνιστά σοβαρό ιστορικό σφάλμα η απόδοση σε γεωγραφικά ή … χωροταξικά αίτια της έκβασης των ταξικών ή διακρατικών συγκρούσεων.
Στο ίδιο κεφάλαιο, τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας του 1968, κρίνονται ως αποτέλεσμα της απόπειρας της χώρας να τηρήσει αποστάσεις από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Αλήθεια, γιατί δεν υπήρξε αντίστοιχη αντιμετώπιση στη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία ή την Αλβανία, χώρες που δημιούργησαν προβλήματα στην ενότητα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου; Το καλό βιβλίο δεν δίνει απάντηση, δεδομένου ότι η έννοια της αντεπανάστασης και της ανάγκης να αντιμετωπιστεί δεν υπάρχει στην προβληματική του.
Ενδεικτική για το πώς το εγχειρίδιο αντιμετωπίζει τόσο τα γεγονότα όσο και τα ιστορικά πρόσωπα, είναι η αποστροφή του για το Ρόναλντ Ρέηγκαν: «πρώην ηθοποιός, ο οποίος όμως ως πολιτικός επέδειξε σημαντικές επικοινωνιακές ικανότητες». Ποιο κοινωνικό σύστημα, ποιες κοινωνικοπολιτικές επιδιώξεις εξέφραζε ο «επικοινωνιακός» πρώην ηθοποιός; Και, επί τη ευκαιρία, ποιος ήταν ο ρόλος του εν λόγω ηθοποιού (εξαιρετικά κακού, ούτως ή άλλως) κατά την περίοδο των μακαρθικών διώξεων, εναντίον των προοδευτικών (και όντως, κατά το μεγαλύτερο μέρος, αξιόλογων, συναδέλφων του; Να σημειώσουμε, πάλι με την ευκαιρία, ότι όλη αυτή η εντελώς μαύρη εποχή για τον πολιτισμό και την πολιτική ζωή των ΗΠΑ έχει εντελώς εξαφανιστεί από τις σελίδες του εγχειριδίου.
Περιγραφικά, αλλά με αρκετά σαφή τα χαρακτηριστικά της συμπάθειας προς τον καπιταλιστικό κόσμο και τις αντεπαναστατικές δυνάμεις που έδρασαν μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες, αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στις τραγικές ανατροπές των αρχών της δεκαετίας του `90. Το κεφάλαιο κλείνει με την ακόλουθη αποστροφή, αναφερόμενο στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης: «Η ΕΣΣΔ είχε διαλυθεί και ο διπολικός κόσμος είχε φτάσει στο τέλος του». Οποία ανακούφιση για τους ρέκτες συγγραφείς του καλού αυτού βιβλίου…
Το επόμενο υποκεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη διάλυση του παγκόσμιου αποικιακού συστήματος και στην ίδρυση και δράση του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Η διαδικασία της χειραφέτησης των μέχρι τότε υπό αποικιακό καθεστώς εθνών παρουσιάζεται ως μία φυσιολογική διαδικασία (κάτι που, οπωσδήποτε, δεν είναι λάθος) αλλά με σαφή υποτίμηση των αγριοτήτων των παλαιών αποικιακών δυνάμεων. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι στην Αλγερία, από το 1954, διεξαγόταν ένας αιματηρός πόλεμος εναντίον των γάλλων αποικιοκρατών, αλλά δεν γίνεται καμμία μνεία για τις ωμότητες της ΟΑΣ εναντίον των αλγερινών επαναστατών.
Το βιβλίο θεωρεί ότι καμμία από τις δύο «υπερδυνάμεις», ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, δεν ήταν υπέρ της συνέχισης της αποικιοκρατίας. Αυτό είναι, γενικά, σωστό. Όμως, η Σοβιετική Ένωση κινούνταν πάντα από θέση αρχών (στήριξη του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση)[14][5]. Αντίθετα, οι ΗΠΑ (χώρα νεώτερη που δεν υπήρξε ποτέ αποικιακή δύναμη, με την ακριβή έννοια του όρου) έχοντας πλέον πρωτεύουσα θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, επεδίωκε την εκμετάλλευση των νέων εθνών – κρατών στη βάση της λειτουργίας του ιμπεριαλιστικού συστήματος (οικονομική διείσδυση – πολιτικός έλεγχος) και όχι στη βάση των παλιών αποικιακών μεθόδων (άμεση διοικητική εξάρτηση από τη μητρόπολη).
Επίσης, στο κεφάλαιο υποτιμώνται οι πολιτικές παράμετροι και οι ταξικές – πολιτικές συγκρούσεις στα νέα έθνη – κράτη που αποσπώνται από το παγκόσμιο αποικιακό σύστημα: συγκρούσεις οι οποίες καθορίζουν και το μετέπειτα προσανατολισμό τους, το αν δηλαδή επέλεξαν τον καπιταλιστικό ή το σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης.
Τέλος, όσον αφορά το Κίνημα των Αδεσμεύτων, υποτιμάται η – οπωσδήποτε τακτική – συμμαχία του με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, σε μια εποχή κατά την οποία οι συσχετισμοί δυνάμεων, ακριβώς λόγω της ύπαρξης αυτού του δεύτερου, τέτοιου είδους συμμαχίες μπορούσαν να τελεσφορήσουν προς όφελος των λαϊκών κινημάτων και της δυνατότητας των λαών να επιλέξουν μόνοι τους το δικό τους δρόμο ανάπτυξης.
Και ήρθε η ώρα της δημιουργίας του «καλύτερου δυνατού ανάμεσα στους κόσμους»! Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις προοπτικές της. Το εγχειρίδιο γράφει επί λέξει: «Την επαύριο του πολέμου, οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποίησαν πλέον την ανάγκη να ξεπεράσουν τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς του παρελθόντος που τόση καταστροφή είχαν φέρει σε ολόκληρη την ήπειρο κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων. Τα γιγάντια προβλήματα της ανασυγκρότησης και της ανοικοδόμησης καθώς και η ανάγκη για εδραίωση της δημοκρατίας απαιτούσαν μια συνεργασία που θα υπερέβαινε τα εθνικά σύνορα. Εξ άλλου, η επιτυχία του σχεδίου Μάρσαλ κατέδειξε τα οφέλη της κοινής προσπάθειας».
Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος… Νουθετήθηκαν οι ευρωπαίοι και αποφάσισαν, μετά και τη βοήθεια που έσπευσε να παράσχει … η θεία από το Σικάγο, να παραμερίσουν τους εθνικούς ανταγωνισμούς και να συνεργαστούν ώστε να προωθήσουν τη διεθνή ειρήνη και τη δημοκρατία. Εξαφανίζονται ως διά μαγείας οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις των επί μέρους χωρών, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη του κεφαλαίου. Οι δε καπιταλιστές των ευρωπαϊκών χωρών, ως άλλοι Εμπενίζερ Σκρουτζ, γίνονται καλοί και φιλάνθρωποι και δεν έχουν κατά νου τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας που θα τους επιτρέπει από κοινού να εκμεταλλεύονται τις εργατικές τάξεις των χωρών τους και να αντιμετωπίζουν (με το καρότο ή με το μαστίγιο, ανάλογα με την οικονομική συγκυρία) τα λαϊκά κινήματα … Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι οι εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής πολιτικής ενότητας (Ρομπέρ Σουμάν, Ζακ Μονέ, Πολ – Ανρί Σπαάκ και Κόνραντ Αντενάουερ) «έμειναν στην ευρωπαϊκή μνήμη ως «πατέρες της Ευρώπης»! Κι εμείς που είχαμε πιστέψει – με βάση πάντα τα γραφόμενα του καλού βιβλίου – ότι ο επίζηλος αυτός τίτλος ανήκει δικαιωματικά στο Μέττερνιχ …
Το κεφάλαιο αναφέρεται στην ιστορία και την εξέλιξη της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» και καταλήγει ως εξής: «Παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς εμφανίστηκαν στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ε.Ε. και η αρχή της υπερεθνικότητας[15][6] εκπροσωπούν μια επανάσταση στις διεθνείς σχέσεις, καθώς και μια ελπιδοφόρα αλλαγή του ρου της ευρωπαϊκής ιστορίας, μακριά από τις εθνικιστικές αντιπαλότητες του παρελθόντος και προς την κατεύθυνση της ενότητας. Η ενοποιητική διαδικασία κατοχυρώνει τη δημοκρατία, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, επιτρέπει την άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων και δίνει στην Ευρώπη μια αυξημένη επιρροή στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, η ένωση της Ευρώπης δεν έχει ακόμη επιτευχθεί και αποτελεί ένα ζητούμενο για το μέλλον».
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με όρους πολεμικής βαρβαρότητας: οι βαλτικές χώρες όπου τα δικαιώματα των κομμουνιστών πολιτών τους ή εκείνων ρωσικής καταγωγής καταπατούνται βάναυσα, την ίδια στιγμή που ξαναστήνονται μνημεία προς τιμήν των ναζί: η ραγδαία επιδείνωση των όρων ζωής των λαϊκών μαζών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες: η ακύρωση προηγούμενων κατακτήσεων που είχαν επιτύχει οι εργαζόμενοι, με τα κινήματά τους, αλλά και κάτω από την επίδραση του υπάρχοντος, τότε, σοσιαλιστικού συστήματος: η συμμετοχή (όχι ως «ουρά των ΗΠΑ», αλλά και με δική τους πρωτοβουλία) των χωρών – μελών της ΕΕ στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους: η στρατιωτικοποίηση και ο αυταρχισμός: όλα αυτά, κατά τους ρέκτες συντάκτες του πονήματος αποτελούν την «ελπιδοφόρα αλλαγή» στην ευρωπαϊκή ιστορία! Όσον αφορά δε την «πολυπόθητη» ένωση της Ευρώπης, εδώ υποκρύπτεται, κατά τη γνώμη μας, μία εχθρότητα απέναντι στη συλλογική οντότητα που ονομάζεται έθνος – κράτος και η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν εκπορεύεται από κάποια μορφή διεθνισμού με λαϊκά – προοδευτικά χαρακτηριστικά, αλλά σαφέστατα από τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου και από τα συμφέροντα των εθνών – κρατών που αυτή τη στιγμή έχουν ισχυρότερη θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Στο επόμενο κεφάλαιο, επανερχόμαστε στα καθ` ημάς. («Η Ελλάδα έως το 1974»). Ο πρώτος υπότιτλος είναι εντελώς χαρακτηριστικός για το πνεύμα του κεφαλαίου: «Το ανορθωτικό έργο των κυβερνήσεων 1950 – 1967». Ένα καλόκαρδο και φιλάνθρωπο κράτος αναλαμβάνει να επανορθώσει τις συμφορές του εμφυλίου πολέμου, να αναπτύξει την οικονομία, να ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού λαού ... Έχει και μία σημαντική επιτυχία, την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, το 1952… Παρεπιμπτόντως, γίνονται και δύο εκτελέσεις, του Νίκου Μπελογιάννη και του Νίκου Πλουμπίδη, ενώ όλο αυτό το ειδυλλιακό τοπίο χαλά και λίγο από τη μετανάστευση και τα μετεμφυλιακά μέτρα που εξακολουθούν να ισχύουν…
Φυλακές, βασανιστήρια, εξορίες, εκτελέσεις (πλην των δύο που αναφέρονται) έχουν «εξοριστεί» από το εγχειρίδιο. Έχουν εξαφανιστεί επίσης τα φαινόμενα ακραίας φτώχειας πάνω στα οποία στηρίχτηκε η – όντως – ταχεία εκβιομηχάνιση αυτής της περιόδου και η οικονομική ανάπτυξη (προς όφελος, βεβαίως, της αστικής τάξης που έχει επανεδραιώσει, μετά τη νίκη της στον εμφύλιο, το κράτος της). Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη (για τη σημαντική πολιτική και φιλειρηνική δράση του οποίου δεν αναφέρεται απολύτως τίποτε) αποδίδεται σε «παρακρατική οργάνωση», «χωρίς» – παραθέτουμε αυτούσια τη φράση του βιβλίου – «άμεση ή έμμεση ανάμειξη της κυβέρνησης». Οποία βεβαιότης από τους ιστορικούς του Ιδρύματος Καραμανλή!
Το λαϊκό κίνημα, σε όλη αυτή την περίοδο, δεν υπάρχει: ούτε οι εργατικές κινητοποιήσεις, ούτε το φιλειρηνικό κίνημα και το κίνημα κατά των βάσεων, ούτε οι αντίστοιχες – ιστορικές – για την παιδεία, ούτε εκείνες για την υπεράσπιση του – αστικού έστω – συντάγματος, με το ιστορικό σύνθημα «114». Η ΕΔΑ αναφέρεται ως κόμμα διαμαρτυρόμενο για τις διακρίσεις σε βάρος του και … έτερον ουδέν. Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, μετά το 1964, προσπάθησε «να εκδημοκρατίσει περαιτέρω» (η διατύπωση είναι του εγχειριδίου) την Ελλάδα, ωσάν να λειτουργούσαν ήδη καλά οι αστικοί έστω κοινοβουλευτικοί θεσμοί (να μην ξεχνάμε ότι βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ οι νόμοι 509 και 375 που έθεταν εκτός νόμου το ΚΚΕ, ενώ στις φυλακές βρίσκονταν ακόμη κομμουνιστές καταδικασμένοι σε ισόβια).
Το κεφάλαιο αναφέρεται και στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου το 1965, αποδίδοντάς την στην αντισυνταγματική παρέμβαση του Κωνσταντίνου. Δεν αναφέρεται καθόλου στα επιλεγόμενα «Ιουλιανά» τα οποία, παρά την ανεπάρκεια, ακόμη και το στρεβλό προσανατολισμό των αιτημάτων τους, έφεραν στο προσκήνιο ευρύτατες λαϊκές μάζες. Δεν αναφέρεται πουθενά τίποτε σχετικό με την ωμή αστυνομική βία και καταστολή (ούτε καν οι εκλογές του 1961, που χαρακτηρίστηκαν ακριβώς από την άσκηση ωμής βίας και νοθείας), ούτε και γίνεται ιδιαίτερη μνεία για τη διόγκωση του παρακράτους, πέρα από την αναφορά στην εμπλοκή του στην υπόθεση Λαμπράκη.
Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές πεδίο παρουσιάζεται ως ενισχυμένη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία ολοκληρώνεται η ενσωμάτωση της χώρας στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Είδαμε ήδη ότι η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ εκτιμάται ως μεγάλη επιτυχία. Αναφορά στη συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στον πόλεμο της Κορέας δεν υπάρχει. Εκτιμάται ότι προωθήθηκε η λύση του κυπριακού, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (καμμία μνεία στο είδος των συμφωνιών που υπογράφτηκαν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο) ενώ, βέβαια, οι συγγραφείς επαίρονται για την «έμπνευση» της σύνδεσης της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ.
Σε αυτά τα πλαίσια, η δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967 αποδίδεται σε «συνωμότες αξιωματικούς» οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την πολιτική κρίση. Κοινωνικά – οικονομικά αίτια για την εκδήλωση του πραξικοπήματος προφανώς δεν υπάρχουν ούτε και εμπλέκονται σε αυτό οι γενικώτεροι σχεδιασμοί του ιμπεριαλισμού και, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Βέβαια, αναφέρεται ότι οι ΗΠΑ κράτησαν μία στάση ανοχής απέναντι στη δικτατορία (η «καλή» και «δημοκρατική» Ευρώπη, κατά το εγχειρίδιο, αντιτάχθηκε σε αυτήν) πράγμα το οποίο «προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού λαού, που απέδωσε στις ΗΠΑ την επιβολή και την επιβίωση του τυραννικού καθεστώτος». Μάλιστα. Ο ελληνικός λαός, γνωστός «συνωμοσιολόγος» «απέδωσε» το πραξικόπημα στις ΗΠΑ, οι οποίες απλώς το ανέχτηκαν! Βεβαίως, τα αρχεία του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ γι` αυτή την περίοδο είναι πλέον ανοιχτά, ενώ εδώ και πολύ καιρό είναι πασίγνωστη η σχέση των πρωταιτίων του πραξικοπήματος με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Δεν ισχυριζόμαστε ότι είναι εντελώς καθαρό, ιστορικά, γιατί, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, η αστική τάξη της χώρας και ο ιμπεριαλισμός επιλέγουν αυτή τη μορφή διακυβέρνησης, καταργώντας μία έτσι κι αλλιώς ελλειμματική αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, που σχετίζονται τόσο με εσωτερικούς όσο και με εξωτερικούς παράγοντες. Αρκετά έγκυρες, κατά τη γνώμη μας, είναι οι απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η αστική τάξη στην Ελλάδα χρειαζόταν ένα επενδυτικό περιβάλλον πλήρως απαλλαγμένο ακόμα και από ενδοαστικές πολιτικές συγκρούσεις και με το λαϊκό – εργατικό κίνημα καθυποταγμένο. Ακόμη, σοβαρές είναι οι απόψεις που συνδέουν το πραξικόπημα με τις μετέπειτα τραγικές εξελίξεις στο κυπριακό. Ούτως ή άλλως πάντως, η χούντα δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας ολίγων, αλλά γενικώτερων σχεδιασμών του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αστικής τάξης.
Όσον αφορά την αντίσταση ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, το βιβλίο διαπρέπει. Κατ` αρχήν, ο βάναυσος χαρακτήρας του καθεστώτος, τα βασανιστήρια και οι εξορίες, ακόμα και οι δολοφονίες, δεν αναφέρονται πουθενά. Επίσης, με χαρακτηριστική άνεση, έχουν εξαφανιστεί οι κομμουνιστές και οι άλλοι αγωνιστές που αντιτάχθηκαν στη χούντα και υπέφεραν τα πάνδεινα. Επικεφαλής του αντιχουντικού αγώνα εμφανίζεται ο πολιτικός κόσμος της εποχής (Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Γεώργιος Ράλλης). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εμφανίζεται να καταγγέλλει τη δικτατορία από το Παρίσι. Αναφέρονται ακόμα τα ονόματα των Μίκη Θεοδωράκη, Μελίνας Μερκούρη, Ανδρέα Παπανδρέου, Αλέκου Παναγούλη (είναι και η μόνη περίπτωση στην οποία αναφέρονται βασανιστήρια) καθώς και το κίνημα του Ναυτικού και, βέβαια, οι εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, χωρίς καμμία μνεία στον αντιϊμπεριαλιστικό χαρακτήρα τους. Η Γυάρος, η Λέρος, τα χιλιάδες μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, οι νέοι που προέρχονταν από τη νεολαία Λαμπράκη, τα μέλη της ΚΝΕ (που ιδρύεται μέσα σε αυτά τα ιδιαίτερα σκληρά χρόνια) απλώς δεν υπάρχουν…
Το κεφάλαιο κλείνει με την πτώση της δικτατορίας μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή. ΄Ετσι, το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη νεώτατη ιστορία της Ελλάδας, από το 1974 μέχρι σήμερα. Έχουμε ξαναδιατυπώσει σαφείς ενστάσεις κατά πόσο αυτή η πολύ όψιμη χρονολογική περίοδος μπορεί να θεωρηθεί ιστορία. Πέρα από αυτό, σταχυολογούμε ορισμένα από τα – αν μη τι άλλο, συζητήσιμα – σημεία αυτού του κεφαλαίου (άλλωστε είναι εξαιρετικά συμπυκνωμένο, για μία περίοδο 35 περίπου χρόνων). Το ΚΚΕ αναφέρεται μόνο για να δηλωθεί ότι «νομιμοποιήθηκε» από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αναφέρεται ότι ο διεθνής τύπος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την «ομαλή μετάβαση προς τη δημοκρατία», ώστε ονόμασε την ελληνική «εμπειρία», «ελληνικό θαύμα». Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη διαδικασία μετάβασης από μία ωμή δικτατορία σε αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα λειτούργησε ως πείραμα που ο ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε και σε άλλες περιπτώσεις (Χιλή, Φιλιππίνες) έχει μάλιστα αποκληθεί «καραμανλοποίηση». Μία στρατιωτική χούντα, μετά τη φθορά της κάτω από τη λαϊκή πίεση ή κάτω από τα εγκλήματά της, παραδίδει την εξουσία σε έναν αστό πολιτικό που εμφανίζεται ως «εθνάρχης». Κατά τον τρόπο αυτό, εμποδίζεται το λαϊκό κίνημα να παρέμβει στις εξελίξεις και να δώσει το δικό του στίγμα ή ακόμα και να διεκδικήσει την εξουσία …
Και έρχεται βέβαια ο κολοφών της δόξης του ελληνικού έθνους: η ένταξη της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές κοινότητες ως πλήρες μέλος και η συμμετοχή της στην ΟΝΕ! Και, βέβαια, ο «σημαντικός ρόλος της χώρας στην προσπάθεια σταθεροποίησης των Βαλκανίων». Μ` ένα λόγο, το όραμα της αστικής τάξης για τη χώρα μας – ένα όραμα που ο ελληνικός λαός πληρώνει σε καθημερινή βάση με τον πιο σκληρό τρόπο… Για τους ρέκτες συγγραφείς όμως, το παραμύθι (αφού κάπως έτσι αντιλαμβάνονται την ιστορική επιστήμη) έχει καλό τέλος και ο δράκος (τα λαϊκά κινήματα) έχει αποσυρθεί στη φωλιά του… έτσι τουλάχιστον θέλουν να ελπίζουν…
Το αμιγώς ιστορικό μέρος του βιβλίου τελειώνει με ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στο κυπριακό. Σε αυτό, θα επισημάνουμε δύο πράγματα: Το πρώτο είναι η απόλυτη έλλειψη αναφοράς στο περιεχόμενο των συμφωνιών της Ζυρίχης: στην επιβολή, δηλαδή, του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων στη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία, που έδωσε τη νομότυπη (τονίζουμε: νομότυπη και όχι νόμιμη, πολύ δε περισσότερο όχι δίκαιη) αφορμή στην Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά στο νησί, τον Ιούλιο του 1974, μετά το προδοτικό πραξικόπημα που οργάνωσε η χούντα της Αθήνας. Το δεύτερο σημείο, είναι η κομψά απαξιωτική αναφορά στην απορριπτική απόφαση των ελληνοκυπρίων, απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Για μια ακόμη φορά, οι εκλεκτικές συγγένειες με τον ιμπεριαλισμό δεν κρύβονται …
Το πεδίο του πολιτισμού.
Το 7ο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε ζητήματα εποικοδομήματος και επιγράφεται «Πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα από την περίοδο του ρομαντισμού έως τις αρχές του 21ου αιώνα». Πρόκειται για ένα κεφάλαιο εξαιρετικά συμπυκνωμένο, που προσπαθεί να «χωρέσει» πολλά και διαφορετικά ιδεολογικά και αισθητικά ρεύματα σε εξαιρετικά μικρό χώρο. Η αφήγηση, εξ άλλου, διασπάται από την – όντως πλούσια – εικονογράφηση, καθώς και από αρκετά παραθέματα και πηγές. Η διάταξη και ο όγκος της ύλης καθιστούν την ενότητα εξαιρετικά δύσκολη, ως προς τη διδασκαλία της. Και, βέβαια, όπως και το σύνολο του βιβλίου, βρίθει και αυτή λαθών, από τα οποία παραθέτουμε ένα απάνθισμα.
Στη σελίδα 169, «το κίνημα των εθνοτήτων, ο φιλελευθερισμός, ο θετικισμός και ο σοσιαλισμός» χαρακτηρίζονται ως «ιδεολογίες». Ένα κίνημα («των εθνοτήτων» εν προκειμένω) έχει ιδεολογία, αλλά το ίδιο δεν είναι ιδεολογία. Ο θετικισμός οπωσδήποτε δεν είναι ιδεολογία αλλά φιλοσοφική και επιστημονική μέθοδος, ενώ ο σοσιαλισμός είναι κοινωνικός – οικονομικός σχηματισμός, ενώ ο ορθότερος όρος για τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική ιδεολογία είναι μαρξισμός – λενινισμός. Στην επόμενη σελίδα, το βιβλίο ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το Μαρξ. «η συνεχής σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις παραγωγής διαμορφώνει διαλεκτικά την ιστορία και προκαλεί τις ιστορικές αλλαγές». Η ένστασή μας βρίσκεται στη συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις παραγωγής: η ορθή διατύπωση, σύμφωνα με το Μαρξ, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής. Στη σελίδα 176, γίνεται αναφορά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα: χωρίς να υπάρχουν εξώφθαλμα λάθη, ωστόσο η αναφορά είναι εξαιρετικά και άδικα σύντομη, ενώ δεν γίνεται – αυτό αφορά και όλες τις άλλες τέχνες – καμμία σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνική και οικονομική βάση και στις εξελίξεις στο εποικοδόμημα.
Από τη σελίδα 177, ξεκινά η αναφορά στην πνευματική ζωή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Η αρχική φράση του κεφαλαίου είναι ενδεικτική της συνολικής ιδεολογίας του βιβλίου: «Η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830) και η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα (1834) σηματοδότησαν για την Ελλάδα την έναρξη μιας ιστορικής πορείας προσανατολισμένης στην Ευρώπη, στις αρχές και στις αξίες του δυτικού πολιτισμού (…)». «Ανήκομεν εις την Δύσιν», λοιπόν, εμμένουν σε κάθε πεδίο οι συγγραφείς του πονήματος, αγνοώντας την πλούσια λαϊκή παράδοση και εμπειρία, αλλά και τη βαλκανική ιδιοσυστασία που κληροδοτήθηκε – μαζί με την αγωνιστική κληρονομιά του `21, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος… Εξ άλλου, έχει ήδη δηλωθεί ότι η Ευρώπη είναι ο «καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους»…
Στη σελίδα 182, ξεκινά το κεφάλαιο για τον πολιτισμό του 20ου αιώνα. Αναφέρονται, ως θεμέλια της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντομηχανική θεωρία, χωρίς να διευκρινίζεται ότι πρόκειται για δύο όχι απλώς αντιτιθέμενες, αλλά και εχθρικές μεταξύ τους θεωρίες: η θεωρία της σχετικότητας δεν αρνείται τη νομοτέλεια, ενώ αντίθετα η θεωρία των κβάντα δέχεται ένα σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί το τυχαίο και ελλείπει η σχέση αιτίας – αποτελέσματος.
Στη σελίδα 190, γίνεται αναφορά στο κίνημα του φουτουρισμού. Όπως και σε οποιοδήποτε άλλο αισθητικό – καλλιτεχνικό ρεύμα, απουσιάζει η σύνδεση με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες του καιρού του. Ο φουτουρισμός, αισθητικό ρεύμα που προβάλλει τη ρήξη με κάθε παλιά φόρμα, ακολούθησε, στο πολιτικό πεδίο, δύο όχι απλά αντίθετους, αλλά ανοιχτά εχθρικούς δρόμους: ο ιταλικός φουτουρισμός, με επικεφαλής το Μαρινέττι, συντάχθηκε με το φασισμό, ενώ ο ρώσικος φουτουρισμός, που υπηρετήθηκε από το μεγάλο Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι και τον κύκλο του περιοδικού ΛΕΦ τάχθηκε σθεναρά στο πλευρό της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η έλλειψη αυτών των συνδέσεων, που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο, οπωσδήποτε δεν βοηθά το μαθητή να κατανοήσει την τέχνη ως κοινωνική δραστηριότητα που μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά και στο πεδίο της αφύπνισης των συνειδήσεων.
Για τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, παρατίθεται μία και μόνη παράγραφος που μας πληροφορεί ότι αυτή διαποτίζεται από το μοντερνισμό! Δεν γίνεται καμμία αναφορά ούτε στα επί μέρους ρεύματα ούτε στις εθνικές λογοτεχνίες ούτε στα μεγάλα ονόματα της ποίησης και της πεζογραφίας του περασμένου αιώνα! Για τους κομμουνιστές λογοτέχνες βέβαια και για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, δε γίνεται καμμία αναφορά σε κανένα είδος τέχνης…
Στη σελίδα 200, το βιβλίο αναφέρεται στον κινηματογράφο. Εδώ συναντάμε και τη μόνη αναφορά στην τέχνη της Σοβιετικής Ένωσης: «Πολύ γρήγορα, ο γερμανικός εξπρεσιονιστικός, αλλά και ο σοβιετικός κινηματογράφος, έφθασαν σε αριστουργηματικά επίπεδα». Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι ο κινηματογράφος, ως τέχνη και με τη μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα, δεν έφτασε απλώς σε αριστουργηματικά επίπεδα στην ΕΣΣΔ, αλλά υπήρξε πραγματικά παιδί της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο Σεργκέϊ Αϊζενστάϊν εξακολουθεί να θεωρείται ως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών, ο «Όμηρος του κινηματογράφου» και τον πλαισιώνουν οι άλλοι σοβιετικοί γίγαντες της 7ης τέχνης, ο Πουντόβκιν, ο Τζίγκα Βερτώφ, ο Ντοβζένκο, οι μεταγενέστεροι Ντονσκόϊ, Μπονταρτσούκ, Ταρκόφκι, ένας πραγματικός γαλαξίας ποιητών και στοχαστών του κινηματογράφου που, βέβαια, δεν έχουν θέση στο παρόν πόνημα …
Ακολουθεί μία εκτεταμένη αναφορά στον πολιτισμό της Ελλάδας κατά τον 20ο αιώνα. Αναφέρονται πολλές μορφές τέχνης και πολλά ονόματα – με μία ιδιαίτερη βαρύτητα στα εικαστικά – ενώ, βέβαια, απουσιάζει και εδώ προκλητικά η σύνδεση κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και τέχνης. Απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναφορά στην τεράστια συνεισφορά του πολιτικού υποκειμένου της εργατικής τάξης στον ελληνικό πολιτισμό του 20ου αιώνα – είτε με τους δημιουργούς που αφιέρωσαν τη ζωή και το έργο τους σε αυτό είτε μέσω της παρουσίας και της επίδρασης του λαϊκού κινήματος στο έργο πολλών σημαντικών δημιουργών, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους θέσεις.
Εξαιρετικά ελλειμματική, για μια ακόμη φορά, είναι η αναφορά στη λογοτεχνία: της χαρίζεται και πάλι μία και μόνη παράγραφος, η οποία μάλιστα βρίθει παραλείψεων και λαθών. Για παράδειγμα, ονόματα όπως του Κώστα Βάρναλη ή του ΄Αγγελου Σικελιανού δεν αναφέρονται καθόλου, ο Γιάννης Ρίτσος συμπεριλαμβάνεται στη «Γενιά του `30», ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρείται «ηγετική μορφή της πεζογραφίας μας», ενώ δεν γίνεται καμμία αναφορά στα δύο βραβεία Νόμπελ και στα δύο βραβεία Λένιν με τα οποία έχουν τιμηθεί οι έλληνες δημιουργοί.
Από τα ονόματα των ελλήνων φιλοσόφων, απουσιάζει επιδεικτικά ο Δημήτρης Γληνός, ενώ ανάμεσα στους «νεώτερους που ζουν στο εξωτερικό» συγκαταλέγονται οι μακαρίτες πλέον Καστοριάδης και Πουλαντζάς! Και ένα τελευταίο: ουδεμία μνεία γίνεται σε σχέση με την ιστοριογραφία, ως επιστήμη, εκτός από την αναφορά, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου…
Το εγχειρίδιο κλείνει με έναν επίλογο που αναφέρεται στα σύγχρονα προβλήματα της ανθρωπότητας. Σε αυτό, μαθαίνουμε το εξής εκπληκτικό: για τη φτώχεια των υπανάπτυκτων χωρών, φταίει ο μεγάλος αριθμός των γεννήσεων και ο υπερπληθυσμός! Προφανώς, ο ιμπεριαλισμός δε φέρει την παραμικρή ευθύνη…
Η λύση, βέβαια, για τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών υπάρχει: η «κοινωνία των πολιτών», τα «οικολογικά κινήματα» και οι «μη κυβερνητικές οργανώσεις» (σσ. γνωστές στους πιο υποψιασμένους και ως «το μακρύ χέρι του ιμπεριαλισμού»). Κυριαρχεί η γνωστή λογική ότι τα προβλήματα δημιουργούνται γενικώς από το «ανθρώπινο γένος» και όχι από το συγκεκριμένο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Για τούτο και οι προτεινόμενες λύσεις προφανώς δεν ξεφεύγουν από τα όρια του συστήματος: αγνοούν το βασικό υποκείμενο των επαναστατικών αλλαγών, την εργατική τάξη και περιορίζονται στους φορείς εκείνους που επιδιώκουν να διαχειριστούν τις πιο απεχθείς πλευρές του συστήματος. Από αυτή την άποψη, το βιβλίο δικαιώνει απολύτως τον προπαγανδιστικό του χαρακτήρα και επιτελεί στο ακέραιο το έργο του ως ιμάντας μεταφοράς των πιο αντιδραστικών και επιστημονικών ιδεολογημάτων που ανασύρουν από το οπλοστάσιό τους η άρχουσα τάξη και ο ιμπεριαλισμός.
Και κάτι τελευταίο: έχουμε κάνει τη συνολική εκτίμηση για το χαρακτήρα του βιβλίου (από επιστημονική, παιδαγωγική και ιδεολογική σκοπιά) ήδη στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου. Στο διάστημα που πέρασε από τη δημοσίευσή του, διαπιστώσαμε με χαρά ότι μία σειρά ΕΛΜΕ εξέδωσαν ψηφίσματα με τα οποία ζητούν την απόσυρση του εν λόγω πονήματος. Θεωρούμε ότι η διεύρυνση και η ένταση της διεκδίκησης αυτού του αιτήματος είναι η ενδεδειγμένη στάση για ένα εκπαιδευτικό κίνημα αντάξιο του ονόματος και του ρόλου του, που θα νοιάζεται ουσιαστικά για τις αρχές με τις οποίες θα μορφώσει και θα διαπαιδαγωγήσει τη νέα βάρδια της εργατικής τάξης.-
Δώρα Μόσχου
[1][1] Το «δόγμα Μονρόε» ή «δόγμα του απομονωτισμού» διακήρυσσε ότι ο «παλιός κόσμος» (οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις) δεν θα ανακατεύονταν πια στις υποθέσεις του νέου, της αμερικάνικης ηπείρου και, αντίστοιχα, οι νέες χώρες δεν θα ανακατεύονταν στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
[2][2] Το πρόβλημα των πηγών στο συγκεκριμένο εγχειρίδιο είναι μεγάλο και θα μας απασχολήσει και παρακάτω. Ενδεικτικά εδώ αναφέρουμε ότι οι συγγραφείς «ευλογούν τα γένια τους» (τα δικά τους και των κριτών τους), παραθέτοντας πληθώρα αποσπασμάτων από τα έργα των ίδιων ή του κυρίου Βερέμη.
[3][3] Η «Πράξη της Υποτέλειας» - η οποία, ως ιστορικό γεγονός, δεν αναφέρεται στο εγχειρίδιο – είναι απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, η οποία έθετε το αγωνιζόμενο έθνος υπό την υψηλή «προστασία» της Μεγάλης Βρετανίας, μπροστά στον κίνδυνο να συντριβεί η επανάσταση από την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
[4][4] Χαρακτηριστική, από αυτή την άποψη, είναι η μόνιμη σύγκρουση ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο και τον Καραϊσκάκη.
[5][5] Με την ευκαιρία, να επισημάνουμε στους διαπρεπείς επιστήμονες που συνέθεσαν το εξαίρετο τούτο πόνημα ότι δεν μπορούν να παραλλάσσουν κατά το δοκούν τα ξένα ονόμαται: δεν υπάρχει ουγγρική λέξη (ούτε και όνομα βέβαια) που να τονίζεται στη λήγουσα και, βέβαια, ο ούγγρος επαναστάτης λέγεται Κόσουτ και όχι Κοσούτ. Θα τολμούσαν ποτέ να αποκαλέσουν το Μιτεράν Μίτεραν;
[6][6] Αναφέρομαι βέβαια στο «Λούμπεν προλεταριάτο», το «κουρελοπρολεταριάτο». Ο όρος χρησιμοποιείται από το Μαρξ για πρώτη φορά σε αυτό ακριβώς το έργο.
[7][7] Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στο κεφάλαιο περί Βαλκανικών πολέμων αναφέρονται ως αίτιο της έκρηξης του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, «οι εθνικές διεκδικήσεις των σέρβων». Τι παλιοχαρακτήρες αυτοί οι βαλκάνιοι…
[8][8] Εντελώς ενδεικτικά, αναφέρουμε το γνωστότερο ίσως ανάμεσά τους, τον Ωρίωνα Αλεξάκη,λ που βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με το Δημοσθένη Λιγδόπουλο, γραμματέα του ΚΚΕ, όταν λαζοί πειρατές επιτέθηκαν στο πλοίο που τους μετέφερε, μέσω Μαύρης Θάλασσας, από τη Σοβιετική Ένωση – όπου είχαν παρακολουθήσει το συνέδριο της Διεθνούς – στην Ελλάδα.
[9][9] Βεβαίως, στόχος ήταν η επίδειξη δύναμης απέναντι στους σοβιετικούς.
[10][1] Οι χώρες αυτές απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό είτε από τη χιτλερική κατοχή είτε και από τα ίδια τους τα φασιστικά καθεστώτα. Στην απελευθέρωσή τους αυτή συνετέλεσαν βεβαίως σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και τα απελευθερωτικά κινήματα των ίδιων των χωρών, με επικεφαλής τους κομμουνιστές.
[11][2] Είναι αυτό που προσφυώς – και προφητικά – αναφέρει ο, αστός, Σεφέρης, στο ποίημά του «Τελευταίος Σταθμός»: «Ιδιοτέλεια, να καρπωθείς το αίμα των άλλων»…
[12][3] Στο ίδιο κεφάλαιο, εξ άλλου, αναφέρεται μάλλον εγκωμιαστικά στο σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο, πάντα κατά το εγχειρίδιο, συντέλεσε τα μέγιστα στην ανασυγκρότηση των χωρών της δυτικής Ευρώπης.
[13][4] Ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί και στην τρέχουσα πολιτική γλώσσα – κάτι βέβαια που ξεφεύγει από τα ενδιαφέροντα του παρόντος άρθρου – αλλά και στη σχολική ιστοριογραφία, είναι το ζήτημα της ορολογίας: τα κράτη στα οποία εγκαθιδρύθηκαν και λειτούργησαν σοσιαλιστικά καθεστώτα ονομάζονται σοσιαλιστικά και όχι κομμουνιστικά κράτη (εξ άλλου, ο όρος «κομμουνιστικό κράτος» αποτελεί από μόνος του μια αντίφαση, αφού το πέρασμα στον κομμουνισμό προϋποθέτει την απονέκρωση του κράτους). Η ανθρωπότητα έχει βιώσει τη σοσιαλιστική εμπειρία αλλά το πέρασμα στον κομμουνισμό δεν πραγματώθηκε σε αυτήν, για μία σειρά λόγους που δεν ενδιαφέρουν εδώ.
[14][5] Και, από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η εν γένει στάση της απέναντι στο κυπριακό ζήτημα: η ΕΣΣΔ στήριζε αναφανδόν, σε όλη τη δεκαετία του `50, τις ελληνικές προσφυγές στον ΟΗΕ, την ίδια εποχή που οι σχέσεις των δύο χωρών – και λόγω της βαθύτερης ενσωμάτωσης της χώρας μας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και λόγω της άγριας συμπεριφοράς του αστικού κράτους απέναντι στους κομμουνιστές – ήταν μάλλον τεταμένες.
[15][6] Σς. Ως υπερεθνικότητα, το εγχειρίδιο ορίζει τη δυνατότητα της Ε.Ε να λαμβάνει αποφάσεις δεσμευτικές για τα κράτη – μέλη.
Download dora_mosxou_gia_istoria.doc (230 KB)