Κατίν: Οταν η Ιστορία πλαστογραφείται και κατασκευάζεται από την αρχή. Η «ανακάλυψη» των εγγράφων Κατίν
16 Οκτωβρίου 1992. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου ήδη από τις 26 Μάη ως οργάνωση αντισυνταγματική. Επρόκειτο, βεβαίως, για μια δίκη σκοπιμότητας, η οποία στόχο δεν είχε απλά να θέσει το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός νόμου, αλλά και να το εξοντώσει πολιτικά και ηθικά στη συνείδηση του κόσμου, να διαγράψει την προσφορά και να αμαυρώσει τον ιστορικό του ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
Τη μέρα εκείνη, λοιπόν, κατά τη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι εκπρόσωποι της πλευράς του Μπ. Γιέλτσιν (εκ των πρωταγωνιστών της ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας και πρώτου Προέδρου της καπιταλιστικής πλέον Ρωσίας), Σ. Σαχράι και Α. Μακάροφ, ανακοίνωσαν στους συνηγόρους της υπεράσπισης την προσθήκη στα υλικά της υπόθεσης ορισμένων «μόλις εντοπισθέντων» στα Αρχεία, «άκρως απόρρητων» εγγράφων, τα οποία «αποδείκνυαν» την ευθύνη των ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων του Κομμουνιστικού Κόμματος για τη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν.
Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, τα έγγραφα αυτά «ανακαλύφθηκαν» σε σφραγισμένο φάκελο με την επονομασία «πακέτο Νο 1» και αφορούσαν: α) Ενα τετρασέλιδο κείμενο, με αριθμό 794/Β και ημερομηνία 5 Μαρτίου 1940, στο οποίο ο Λαϊκός Επίτροπος για τις Εσωτερικές Υποθέσεις Λ. Μπέρια πρότεινε στο ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) την εκτέλεση 25.700 Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου, β) Το απόσπασμα από τα Πρακτικά της 13ης Συνόδου του Πολιτικού Γραφείου, με αριθμό Ρ13/144 και ημερομηνία επίσης 5 Μαρτίου 1940, όπου «εγκρινόταν» το αίτημα Μπέρια, και γ) Μια επιστολή του τότε επικεφαλής της KGB Α. Σεπέλιν προς τον Ν. Χρουστσόφ, με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1959 και θέμα την καταστροφή των παραπάνω εγγράφων.
Η υπεράσπιση έγειρε εξ αρχής ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων (που συν τοις άλλοις προσκομίστηκαν ως φωτοαντίγραφα και όχι τα γνήσια), διαπιστώνοντας αμέσως μια σειρά από προβλήματα, παρατυπίες και λάθη στη σύνταξη, στον τρόπο γραφής, στις υπογραφές τους, κ.ο.κ. Μία από τις πλέον εξόφθαλμες ενδείξεις παραποίησης ήταν βεβαίως η πλήρης ταύτιση των ημερομηνιών των δύο πρώτων εγγράφων, πράγμα που ήταν αδύνατο. Ακολούθως, ζητήθηκαν τα πρωτότυπα, ώστε να υποβληθούν σε γραφολογικές εξετάσεις και να πιστοποιηθεί - ή μη - η γνησιότητά τους. Παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις για την επικείμενη προσκόμιση των «αυθεντικών» αρχειακών ντοκουμέντων, τα επίμαχα κείμενα δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Και βεβαίως το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν τα συμπεριέλαβε καν στην απόφασή του στις 30 Νοέμβρη 1992. Ούτε σε μια στημένη δίκη σκοπιμότητας δεν μπόρεσαν να σταθούν.
Ούτε όμως η πολωνική κυβέρνηση έμεινε ικανοποιημένη. Εχοντας παραλάβει τα ίδια έγγραφα στις 14 Οκτωβρίου 1992 κατ' εντολή του Γιέλτσιν και διά χειρός του αρχειοθέτη Π. Πιχόι, ζήτησε επίσης να της παρουσιαστούν τα πρωτότυπα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έχει συμβεί έως τις μέρες μας.
Το μόνο που έγινε, εν τέλει, ήταν η «διόρθωση» της ημερομηνίας του πρώτου εγγράφου (πρόταση Μπέρια). Ετσι, η 5η Μάρτη 1940 έγινε «...Μάρτης 1940» (χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία). Με αυτή τη μορφή περιελήφθη στον 6ο τόμο των υλικών της δίκης και με αυτή τη μορφή το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ομως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ούτε αυτή η «διόρθωση» υπήρξε αρκετή, ώστε να καλύψει τις ατασθαλίες των πλαστογράφων.
Οι παρατηρήσεις μιας σειράς νομικών και ιστορικών - ερευνητών αναφορικά με τη φόρμα και το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων, γεννούν ομολογουμένως πολλά ερωτήματα.
-- Καταρχάς, για την πρόταση Μπέρια: Η έλλειψη συγκεκριμένης ημερομηνίας, από μόνη της, αποτελεί ιδιαίτερα ανορθόδοξη πρακτική για ένα ντοκουμέντο τέτοιας σημασίας. Ακόμη πιο σοβαρό όμως είναι το εξής. Περαιτέρω αρχειακή έρευνα έδειξε πως στα πρακτικά των εξερχομένων ντοκουμέντων της NKVD, τα έγγραφα 793/Β, 794/Β (αυτό δηλαδή που μας ενδιαφέρει εν τω προκειμένω) και 795/Β είχαν καταχωρηθεί με ημερομηνία 29 Φλεβάρη 1940. Πώς γίνεται, λοιπόν, ένα έγγραφο, το οποίο είχε σταλεί (και επομένως συνταχθεί) τέλη Φλεβάρη, να αναγράφει «...Μάρτης 1940»;
-- Το έγγραφο αυτό υποτίθεται πως επιδόθηκε από τον ίδιο τον Μπέρια στον Στάλιν κατά τη συνεδρίαση του ΠΓ στις 5 Μάρτη, στην οποία δήθεν έλαβε μέρος. Ομως στα πρακτικά των συναντήσεων εκείνης της ημέρας δεν εμφανίζεται ο Μπέρια. Ο τελευταίος συναντήθηκε με τον Στάλιν στις 27 Φλεβάρη και ξανά στις 7 Μάρτη, όχι όμως ενδιάμεσα.
-- Αλλα λάθη αφορούν σημαντικές αποκλίσεις από την καθιερωμένη σύνταξη τέτοιων κειμένων (τα ντοκουμέντα της NKVD ακολουθούσαν αυστηρό πρωτόκολλο στον τρόπο γραφής τους). Αποκλίσεις που έχουν να κάνουν με τη διατύπωση του αιτήματος, τη θέση των υπογραφών, τον τρόπο της υπογραφής, κ.ά. Από το συγκεκριμένο κείμενο λείπουν επίσης τα αρχικά του δακτυλογράφου στην άνω αριστερή γωνία (τυπική πρακτική για έγγραφα της NKVD που γινόταν για ευνόητους λόγους ασφαλείας). Λείπουν μια σειρά χαρακτηριστικά ενός «άκρως απόρρητου» κειμένου, όπως π.χ. τα ονόματα όλων όσοι είχαν δει ή ήταν παραλήπτες του συγκεκριμένου εγγράφου, ο αριθμός των αντιγράφων, κ.ο.κ.
-- Στο κείμενο υπάρχουν οι υπογραφές των μελών του ΠΓ Στάλιν, Βοροσίλοφ, Μολότοφ, Μικογιάν, Καλίνιν και Καγκάνοβιτς. Οι δύο τελευταίοι όμως δεν ήταν παρόντες στην 13η Σύνοδο του ΠΓ στις 5 Μαρτίου 1940, πώς λοιπόν θα μπορούσαν να έχουν υπογράψει;
-- Η επιστολή του Σεπέλιν προς τον Χρουστσόφ είναι ομολογουμένως το πιο αδύναμο απ' όλα τα ντοκουμέντα, αφού η προχειρότητα με την οποία γράφτηκε είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Δεν υπάρχουν ούτε υπογραφές, ούτε σφραγίδα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, ούτε αριθμός πρωτοκόλλου, ούτε κάποια από τις συνήθεις ενδείξεις για τέτοιου είδους έγγραφα (π.χ. εμπιστευτικό, απόρρητο, κ.λπ.), ενώ η απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚ(μπ) της 5ης Μάρτη του 1940 αναφέρεται ως απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ (ενώ τότε δεν ονομαζόταν ακόμη έτσι).
Ολες οι παραπάνω παρατηρήσεις αφορούν βεβαίως μόνο τα έγγραφα αυτά καθαυτά και όχι μια σειρά άλλα ζητήματα, που έχουν να κάνουν με σημαντικά προβλήματα στη διαδικασία λήψης τέτοιων αποφάσεων, τον τρόπο σύστασης μιας τρόικας, κ.ο.κ.
Η δικαστική «εξέταση» των εγκληματικών ευθυνών για το Κατίν συνεχίστηκε στη Ρωσία και μετά τη λήξη της δίκης του ΚΚΣΕ. Τερματίστηκε όμως τον Σεπτέμβρη του 2004 λόγω «έλλειψης εγκλήματος»! Επίσης, το Μάρτη του 2005 ο Γενικός Στρατιωτικός Εισαγγελέας της Ρωσίας ακύρωσε τη συμφωνία με την Πολωνία, σύμφωνα με την οποία η πρώτη όφειλε να προσκομίσει στη δεύτερη όλα τα ντοκουμέντα σχετικά με την έρευνα της υπόθεσης. Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, μόλις 67 από τους 183 τόμους της διενεργηθείσας έρευνας μπόρεσαν να εξεταστούν. Οι υπόλοιποι θεωρήθηκαν ότι εμπεριείχαν «κρατικά μυστικά» και χαρακτηρίστηκαν απόρρητοι. Η υπόθεση έκλεισε άρον - άρον. Μόλις 22 νεκροί αναγνωρίστηκαν. Αφού η σοβιετική ενοχή ήταν «δεδομένη», γιατί σταμάτησε η δικαστική έρευνα; Γιατί εγκαταλείφθηκε τόσο απότομα μια διαδικασία που πήρε τόσα χρόνια και θα μπορούσε - ενδεχομένως - να δώσει τέλος στη σπέκουλα γύρω από το θέμα;
Το 2006 εκδόθηκαν στην Πολωνία τα απομνημονεύματα ενός επιφανούς Πολωνού νομικού εν ονόματι Ρ. Μπεζάνεκ. Επρόκειτο για τον νο.1105 νεκρό στις λίστες των θυμάτων του Κατίν, που είχε προκύψει το 1943 από την «έρευνα» των Ναζί. Βεβαίως, ο Μπεζάνεκ, νεαρός υπολοχαγός τότε, δεν ήταν πουθενά πέριξ του Κατίν το 1940 (βρισκόταν στη πολωνική πόλη του Ράντομ), ούτε βεβαίως εκτελέστηκε από τους «κόκκινους». Τουναντίον, έζησε για πάρα πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Και όμως, σύμφωνα με τον πολωνικό Ερυθρό Σταυρό (που μετείχε στην «έρευνα» των Ναζί για το Κατίν), το «πτώμα» του Μπεζάνεκ είχε αναγνωριστεί και ταυτοποιηθεί, βάσει επαγγελματικών καρτών και άλλων εγγράφων που «βρέθηκαν» πάνω του (Αρχείο GARFEF.7021, op.114, 35). Και δεν είναι το μόνο «θύμα» του Κατίν που κατόπιν βρέθηκε ζωντανό (όπως π.χ. ο Ζίγκνιου Μποτούσκαγια, κ.ά.).
Τα απομνημονεύματα του Μπεζάνεκ ήρθαν απλά να μας υπενθυμίσουν για μια ακόμη φορά το εξής παράδοξο: Εφόσον η μαζική εκτέλεση των Πολωνών αξιωματικών έγινε μυστικά από τους Σοβιετικούς, σε μια επιχείρηση που προφανώς δεν ήθελαν ποτέ να μάθει κανείς, γιατί όλοι σχεδόν οι εκτελεσθέντες βρέθηκαν κατόπιν από τους Ναζί με όλα τους τα στρατιωτικά διακριτικά, με ένα σωρό έγγραφα, ταυτότητες, φωτογραφίες, επιστολές, κ.ο.κ. που «πιστοποιούσαν» την ταυτότητά τους; Μήπως η μαρτυρία αυτή ενισχύει την εκδοχή της κατασκευής του εγκλήματος από τους Ναζί; Ας θυμηθούμε και πάλι το δημοσίευμα των «New York Times» στις 19 Ιούνη 1945, όπου, ένας πρώην έγκλειστος του στρατοπέδου συγκέντρωσης Sachsenhausen της Γερμανίας παραδέχτηκε πως μετείχε στην «παραγωγή ψευδών ντοκουμέντων αναγνώρισης για τα πτώματα των μαζικών τάφων στο Κατίν».
Αξίζει να σημειωθεί πως, ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση των απομνημονευμάτων του «ζωντανού - νεκρού» Μπεζάνεκ, το 2005, Ρώσοι ιστορικοί που μελετούσαν τα Κεντρικά Αρχεία του υπουργείου Αμυνας στο Ποντόλσκ, έκαναν γνωστή την ύπαρξη ενός ολόκληρου αρχείου με καταγεγραμμένες καταθέσεις Γερμανών στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν λάβει προσωπικά μέρος στη δολοφονία των Πολωνών αξιωματικών στο Κατίν (TSAMO, Αρχείο 35, op.11280, d.798, 1.175). Τίποτε από όλα αυτά βεβαίως δεν κρίθηκε άξιο αναφοράς από τα αστικά ΜΜΕ.
Με αφορμή την αναβίωση του «ενδιαφέροντος» για το Κατίν, που προκάλεσε η γνωστή ταινία του Βάιντα το 2008, ο Γιούρι Ζούκοφ, ένας εκ των πλέον γνωστών και σεβαστών ιστορικών της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας, δήλωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, πως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τού ζητήθηκε να ερευνήσει τα Αρχεία του Προέδρου (όπου εμπεριέχονταν και ο επίμαχος «φάκελος Νο.1»), προκειμένου να βρει στοιχεία για τις δήθεν «εγκληματικές δραστηριότητες» του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενόψει της δίκης του τελευταίου στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Στη διάρκεια της μελέτης αυτής των Αρχείων, του παρέδωσαν ένα πακέτο με 30 περίπου φωτοτυπίες ντοκουμέντων για διάφορα θέματα. Μεταξύ αυτών και μια μονοσέλιδη (όχι τετρασέλιδη, όπως εμφανίστηκε αργότερα) αναφορά - πρόταση του Μπέρια για την εκτέλεση 2 - 3 χιλιάδων (και όχι 25.700) Πολωνών αξιωματικών, ενόχων για εγκλήματα πολέμου και άλλα εγκλήματα. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί η εν λόγω αναφορά έδειχνε πως το αίτημα είχε τελικά απορριφθεί. Ωστόσο, εφόσον ήταν φωτοαντίγραφο, ο Ζούκοφ ζήτησε να του προσκομιστεί το πρωτότυπο κείμενο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επρόκειτο για κόπια της γνήσιας πρότασης Μπέρια, η οποία εν συνεχεία «τροποποιήθηκε», προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς των Γιέλτσιν και λοιπών;
Ενα είναι σίγουρο: Το πόρισμα της ανεξάρτητης εγκληματολογικής έρευνας, που ξεκίνησε στις 5 Νοέμβρη 2007 και κατέληξε στις 31 Μάρτη 2009, έδειξε πως στο έγγραφο Μπέρια είχαν «δουλέψει» διαφορετικές γραφομηχανές, ενισχύοντας σημαντικά την εκδοχή της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα, στην έρευνα αυτή, που διενεργήθηκε από το Ειδικό Εγκληματολογικό Εργαστήριο «Μόλοκοφ Ε.Π.» (αρ. πορίσματος Νο 016/07-Ι), τονίζονταν μεταξύ άλλων πως «τα προαναφερθέντα σημάδια είναι σημαντικά, σταθερά και στο σύνολό τους αρκετά για να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι τα αποσπάσματα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στις ψηφιακές φωτογραφίες της πρώτης, δεύτερης και τρίτης σελίδας...και το απόσπασμα του δακτυλογραφημένου κειμένου, αποτύπωση του οποίου βρίσκεται στην ψηφιακή φωτογραφία της τέταρτης σελίδας του συγκεκριμένου Γράμματος τυπώθηκαν σε διαφορετικές δακτυλογραφικές ατομικές μηχανές...».
Βεβαίως, επρόκειτο για εγκληματολογική έρευνα που διεξήχθη σε ψηφιακές φωτογραφίες του επίμαχου εγγράφου και όχι επί του πρωτοτύπου. Γι' αυτό και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ) συγκρότησε ειδική επιτροπή, ζητώντας πρόσβαση στα γνήσια ντοκουμέντα. Οι αρχές της απαγόρευσαν την πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, ενώ έθεσαν εμπόδια και σε οποιαδήποτε άλλη διερεύνηση σχετικών με την υπόθεση υλικών. Οι κομμουνιστές όμως επέμειναν. Κατά τη διάρκεια της τακτικής συνεδρίασης της Κρατικής Δούμας στις 12 Φλεβάρη 2010 ο βουλευτής του ΚΚΡΟ (και πρώην Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ) Βίκτορ Ιλιούχιν κατέθεσε εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κόμματος αίτημα για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, με αντικείμενο την εις βάθος διερεύνηση της υπόθεσης Κατίν.
Αντ' αυτού, στις 28 Απρίλη 2010 τα περιβόητα «έγγραφα του Κατίν» αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο «κατ' εντολήν» του ίδιου του Ρώσου Προέδρου. Η κίνηση αυτή, που χαιρετίστηκε μετά βαΐων και κλάδων, με πρωτοσέλιδα και βαρύγδουπους τίτλους, από σύσσωμο τον αστικό κόσμο, τα ΜΜΕ, κλπ., ήρθε για να αποστομώσει δήθεν τους επικριτές των ντοκουμέντων. Ομως επρόκειτο για τα ίδια ντοκουμέντα, που ήταν γνωστά από καιρό, οι ίδιες ψηφιακές φωτογραφίες που είχαν υποβληθεί σε εγκληματολογικές εξετάσεις, κ.ο.κ. Η εμφάνιση και εξέταση των πρωτοτύπων θα έλυνε μια για πάντα το ζήτημα. Γιατί, λοιπόν, η ρωσική κυβέρνηση αρνείται την πρόσβαση σε αυτά στους ειδικούς, στους μελετητές, στις εξεταστικές επιτροπές, στους ίδιους τους Πολωνούς που ακόμη τα αναζητούν;
Πρόσφατα, όμως, νέα στοιχεία και αποκαλύψεις ήρθαν στο φως, εγείροντας αμφιβολίες και προβληματισμούς, όχι μόνο για τα επίμαχα έγγραφα, αλλά και γενικά για το ποιόν, την αξιοπιστία των Ρωσικών Αρχείων.
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε στις 3 Ιούνη 2010, ο Βίκτορ Ιλιούχιν δήλωσε πως στις 25 και 26 Μάη ήρθε σε επαφή μαζί του ένας εκ των «πρωταγωνιστών» της πλαστογράφησης των ντοκουμέντων για το Κατίν - και όχι μόνο. Η καταγγελία δεν ήταν ανώνυμη (αν και για λόγους ασφαλείας ο καταγγέλλων ζήτησε να μην αποκαλυφθεί - προς το παρόν - το όνομά του), ούτε αόριστη. Υποδείχθηκαν συγκεκριμένες τοποθεσίες, κατονομάστηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ενώ προς περαιτέρω επαλήθευση των λεγομένων του, ο καταγγέλλων προσκόμισε μια σειρά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ιστορικών «ντοκουμέντων», όπως φύλλα χαρτιού της δεκαετίας του 1940, πλαστές σφραγίδες, υπογραφές, κ.ά.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Σύμφωνα με τον ίδιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συγκροτήθηκε, υπό την αιγίδα των Υπηρεσιών Ασφαλείας του τότε Προέδρου Μπ. Γιέλτσιν, μια ομάδα ειδικών, με σκοπό την πλαστογράφηση μιας σειράς εγγράφων σχετικών με σημαντικά γεγονότα της σοβιετικής περιόδου. Η ομάδα εργάστηκε αρχικά σε εγκαταστάσεις που στο παρελθόν ανήκαν στη ΚΕ του ΚΚΣΕ στο χωριό Ναγκόρνογιε (1991 - 1996), ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην περιοχή Ζαρέτσιε. Δίπλα στην ομάδα αυτή, όπου μετείχαν επίσης εκπρόσωποι των υπηρεσιών ασφαλείας και στελέχη του μηχανισμού του Προέδρου, δούλευε ακόμη μια επιτροπή από το 6ο Ινστιτούτο (Μολτσάνοφ) του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η «παραγγελία», τα κείμενα προς πλαστογράφηση ή κατασκευή, παρέχονταν από τους Π. Πιχόι (πρώην επικεφαλής των Ρωσικών Αρχείων), Μ. Πολταράνιν (από το περιβάλλον του Προέδρου) και Γ. Ρογκόζιν (αναπληρωτή αρχηγού της υπηρεσίας Ασφαλείας του Προέδρου). Η «παραγγελία» μπορεί να αφορούσε την εξολοκλήρου κατασκευή ενός εγγράφου ή την παραποίηση ήδη υπάρχοντος αρχειακού υλικού (με την προσθήκη κειμένου, υπογραφών, κ.ο.κ.). Εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια ντοκουμέντα τροφοδοτήθηκαν στα επίσημα Αρχεία της Ρωσίας τα επόμενα χρόνια.
Ο καταγγέλλων δήλωσε πως, μεταξύ των εγγράφων με τα οποία καταπιάστηκε η ομάδα του και ο ίδιος προσωπικά, ήταν και το επίμαχο κείμενο της πρότασης Μπέρια. Το έγγραφο κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του Κρεμλίνου, τους δόθηκε το περιεχόμενο και εκείνοι ασχολήθηκαν με την «τεχνική» πλευρά του ζητήματος. Ο ίδιος πρόσθεσε την υπογραφή του Μπέρια, καθώς και τις υπογραφές των μελών του Πολιτικού Γραφείου. Προς υποστήριξη των λεγομένων του, παρουσίασε μια σειρά εντύπων της περιόδου, του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι), της Κεντρικής Επιτροπής, κ.ά., και μάλιστα υπογεγραμμένων. Πολλά από αυτά τα έντυπα ήταν κενά (με σκοπό να «συμπληρωθούν» αργότερα), ενώ στη φόρμα ταίριαζαν απόλυτα με τα επίμαχα ντοκουμέντα. Επίσης, παρουσίασε μια σειρά από σφραγίδες (του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Λαϊκού Επιτροπάτου των Εσωτερικών και άλλων δομών του σοβιετικού κράτους) που χρησιμοποιήθηκαν στην πλαστογράφηση των κειμένων, ενώ εξήγησε και τον τρόπο τοποθέτησής τους σε ένα έγγραφο προκειμένου να φαίνονται γνήσιες.
Προσκόμισε δε ένα ολόκληρο αρχείο (Ειδικό Αρχείο 29, τόμος 7ος) με το χαρακτηρισμό «απόρρητο» και «δεν υπόκειται σε αποχαρακτηρισμό», το οποίο περιήλθε στα χέρια του στα πλαίσια της συμμετοχής του στην εν λόγω ομάδα (και σύμφωνα με τον Β. Ιλιούχιν πολύ δύσκολα θα μπορούσε να είχε βρεθεί στην κατοχή του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο).
Τέλος, για την επιστολή Σελέπιν στον Χρουστσόφ (το 3ο επίμαχο έγγραφο της υπόθεσης), ο καταγγέλλων υπέδειξε ως συντάκτη του τον συνταγματάρχη Κλίμοφ, τονίζοντας πως μια απλή γραφολογική εξέταση του γραφικού του χαρακτήρα θα ήταν αρκετή, ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεσμεύτηκε δε, να προσκομίσει σύντομα και άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Ολα τα παραπάνω, είτε ληφθούν υπόψη ως αποδείξεις είτε απλά ως ενδείξεις, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα γύρω από τη γνησιότητα των εγγράφων του Κατίν, που ομολογουμένως αποτελούν και το «βαρύ πυροβολικό» της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς, που φέρει ως ενόχους του εγκλήματος τους Σοβιετικούς (πέραν των ισχυρισμών των Ναζί). Βεβαίως, όλα αυτά έρχονται απλά να προστεθούν στη μακρά λίστα των αποδεικτικών στοιχείων και ιστορικών πηγών, που αναδεικνύουν, όχι μόνο τον υπεύθυνο του εγκλήματος αλλά και τη διαχρονική σκοπιμότητα γύρω από την προπαγάνδα του Κατίν (βλέπε Εκθεση Burdenko, Πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης, σχετικές αναφορές στα αρχεία των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ομολογίες Γερμανών στρατιωτικών που μετείχαν στο έγκλημα, κ.ά.).
Οταν η ρωσική κυβέρνηση ανάρτησε τις ψηφιακές φωτογραφίες των επίμαχων εγγράφων στο διαδίκτυο έγινε κυριολεκτικά σάλος στο ντόπιο και διεθνή Τύπο. Τι από τα παραπάνω είδατε να αναπαράγεται ως είδηση - ή απλά ως ερώτημα - για τη διατήρηση ορισμένων έστω προσχημάτων αντικειμενικότητας; Η απάντηση είναι απολύτως τίποτε. Οπως και κανένα ερώτημα δε διατυπώθηκε ποτέ για το γεγονός ότι η ρωσική κυβέρνηση αρνείται πεισματικά μέχρι και σήμερα να προσκομίσει τα γνήσια έγγραφα προς μελέτη και εξέταση από τους ιστορικούς ή άλλους εμπειρογνώμονες και ειδικούς. Γιατί; Διότι πολύ απλά ΔΕΝ τους ενδιαφέρει η ιστορική αλήθεια. Αυτή δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο σε αυτήν την υπόθεση. Η ουσία των εγγράφων έγκειται στους λόγους για τους οποίους πρωτο-«ανακαλύφθηκαν». Στη δίκη και καταδίκη του κομμουνισμού. Στην παραχάραξη και κατασκευή εκ νέου της Ιστορίας και της ιστορικής μνήμης του λαού, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών. Στη χρεοκοπία στη συνείδησή τους της σοσιαλιστικής προοπτικής, ιδιαίτερα τώρα, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός, με αφορμή και την κρίση, αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά το πραγματικό, αποκρουστικό του πρόσωπο. Πρόκειται για μια πραγματική μάχη συνειδήσεων. Και έπεται συνέχεια...
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
*Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ