Παρέμβαση της Αγωνιστικής Συσπείρωσης Εκπαιδευτικών στη συζήτηση της ιστοσελίδας alfavita σχετικά με την αλλαγή του τρόπου επιλογής στελεχών της Εκπαίδευσης
Αν και ακόμα δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο στα χέρια μας, σε σχέση με τις αλλαγές που προετοιμάζει η κυβέρνηση της Ν.Δ., η όλη συζήτηση για τις επιλογές στελεχών στην εκπαίδευση δεν είναι καινούργια. Έχει γίνει συνήθης πρακτική όλων των αστικών κομμάτων, η αλλαγή του τρόπου επιλογής στελεχών όχι μόνο στην Εκπαίδευση αλλά συνολικά στο Δημόσιο, όταν αναλαμβάνουν την διακυβέρνηση της χώρας. Σε αυτό δεν πρωτοτυπεί ούτε και η Νέα Δημοκρατία και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, ακολουθώντας την πεπατημένη όπως άλλωστε έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Όλες οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να φτιάξουν εκείνο το ενδιάμεσο επίπεδο (Περιφερειακοί δ/ντες, Δ/ντες Εκπαίδευσης, Συντονιστές, Σχολικοί Σύμβουλοι παλιότερα) που θα προωθεί άμεσα και αποτελεσματικά την αντιλαϊκή πολιτική, θα υλοποιεί όλο το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο για την εκπαίδευση που από κοινού συμφωνούν και προσυπογράφουν ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ –ΠΑΣΟΚ, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ (βλ. νέο σχολείο, αξιολόγηση, κατηγοριοποίηση, αυτονομία κλπ). Σ’ αυτό το ενδιάμεσο επίπεδο πάντα οι κυβερνήσεις επιχειρούσαν να εντάξουν και τους διευθυντές των σχολείων προσπαθώντας να τους αποσπάσουν από το κύριο σώμα των εκπαιδευτικών. Τους φόρτωναν με ένα τεράστιο όγκο καθηκόντων, στα πλαίσια μιας υποστελεχωμένης και υποχρηματοδοτούμενης σχολικής μονάδας και μετά τους αξιολογούν για το πως ανταπεξήλθαν.
Σε καμία περίπτωση δεν μας είναι αδιάφορος ο τρόπος που θα επιλέγονται τα στελέχη εκπαίδευσης. Έχουμε για παράδειγμα τοποθετηθεί πολλές φορές σε σχέση με την ανάγκης κατάργησης της συνέντευξης. Η γνώμη μας είναι όμως ότι το κυρίαρχο στην όλη συζήτηση είναι ο ρόλος και αποστολή που καλούνται να παίξουν τα στελέχη της εκπαίδευσης.
Σε όλους τους προηγούμενους νόμους και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ τα κριτήρια επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης δεν αφορούσαν απλά την επιστημονική και υπηρεσιακή διαδρομή του κάθε συναδέλφου, αλλά έπρεπε να είναι και τέτοια που θα αποδείκνυαν την ενεργητική στήριξη της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι καμία κυβέρνηση ούτε καν τόλμησε να καταργήσει την «αμαρτωλή» συνέντευξη.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει δείξει από νωρίς τα δείγματα γραφής της πολιτικής που θα ακολουθήσει στην εκπαίδευση. Αυτοί οι αντιεκπαιδευτικοί σχεδιασμοί μόνο καινούργιοι δεν είναι. Τους υπηρέτησε με ευλάβεια και η προηγούμενη κυβέρνηση. Απλά η ΝΔ πηγαίνει πολλά βήματα παραπέρα από εκεί που άφησε τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ. Εφαρμόζει το σύνολο των νόμων που ήδη υπάρχουν και κάνει το επόμενο αντιλαϊκό βήμα. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά η «συνέχεια του κράτους», η συνέχεια των αντιλαϊκών πολιτικών και του συνεχόμενου μοτίβου του αντιδραστικού τοπίου που δημιουργείται.
Αυτές τις πολιτικές και αυτούς τους σχεδιασμούς θα υπηρετήσουν και τα νέα στελέχη εκπαίδευσης ανεξάρτητα με τον τρόπο επιλογής τους. Η διαμόρφωση δηλαδή ενός πιο επιτελικού κράτους και μιας εκπαιδευτικής διοίκησης που θα μπορεί πιο αποτελεσματικά να προωθεί τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές. Αυτό υπηρετήθηκε τόσο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να εμπλέξει και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς καθιστώντας συνένοχους, βλ. νόμος για τις νέες δομές, ΠΕΚΕΣ, συντονιστές κ.α., όσο και από τη Νέα Δημοκρατία που ετοιμάζεται πυρετωδώς με το νόμο για την επιλογή των στελεχών που θα περιέχει, αξιολόγηση, αυτοαξιολόγηση, επαναφορά σχολικών συμβούλων κλπ.
Η κυβέρνηση της ΝΔ με την επικείμενη αλλαγή του τρόπου επιλογής στελεχών της Εκπαίδευσης θα προωθήσει πιο επιθετικά και την ίδια την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας.
Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση δεν καταργήθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ, όπως θέλουν ορισμένοι να πιστεύουν προσπαθώντας μάλιστα να στήσουν και ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατήργησε το πλαίσιο των προηγούμενων κυβερνήσεων για την Εκπαίδευση (ΠΔ 152) φρόντισε όμως να το αντικαταστήσει με το νόμο 4547/18 για την αξιολόγηση των στελεχών και την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας.
Ίδιες προβλέψεις και ίδιες διατάξεις τόσο του Π.Δ. 152 αλλά και του ν. 3848/10 αναδιατυπώνονται στο νόμο 4547/18 μέσα από τη διαδικασία αξιολόγησης των στελεχών της εκπαίδευσης αλλά και τη διαδικασία αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας. Είναι σε ισχύ όλο το νομοθετικό πλαίσιο που συνδέει την αξιολόγηση με το μισθό και την απόλυση (βλ. ν. Βερναρδάκη, τροπολογία Γεροβασίλη, Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας). Ακόμα και η έκθεση της Κομισιόν για την εκπαίδευση στην Ελλάδα (2019) εκθειάζει το νέο νομοθετικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ για την αξιολόγηση γιατί συμβάλλει στην «δημιουργία κουλτούρας αξιολόγησης στους εκπαιδευτικούς».
Από εδώ πιάνει το νήμα η ΝΔ για αυτό και μιλά για αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, για την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, για αξιολόγηση που δεν θα είναι τιμωρητική αλλά θα συνδέεται με την επιμόρφωση. Στη βάση αυτή, αλλά και στη βάση των αντιεκπαιδευτικών νόμων που προωθούν το αυτόνομο, κατηγοριοποιημένο σχολείου της αγοράς, θα γίνεται η αξιολόγηση των δομών, των στελεχών και των σχολικών μονάδων. Ότι ακριβώς δηλαδή έλεγαν και έκαναν οι προκάτοχοι της. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του κ. Αντωνίου (πρόεδρου ΙΕΠ) για την αξιολόγηση ως «οξυγόνο της εκπαίδευσης», αλλά και οι δηλώσεις για την επαναφορά του θεσμού των σχολικών συμβούλων «…με αναβαθμισμένο εποπτικό, επιμορφωτικό και αξιολογικό ρόλο...» όπως είναι σήμερα οι συντονιστές εκπαίδευσης.
Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενό της αξιολόγησης θα παραμείνει βαθιά αντιδραστικό και αντιεκπαιδευτικό. Σε τελευταία ανάλυση, όταν μιλάμε για την αξιολόγηση μέσα σε αυτό το σύστημα, στο πλαίσιο αυτής της οικονομίας, που έχει όνομα (καπιταλισμός), μιλάμε για τον αντιδραστικό και ασφυκτικό κρατικό έλεγχο στην εκπαίδευση και στους εκπαιδευτικούς, με στόχο την ταχύτερη προσαρμογή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις των επιχειρηματικών ομίλων.
Οι εκπαιδευτικοί, συνολικά οι εργαζόμενοι έχουν αποκτήσει εμπειρία από τέτοιου είδους νομοθετικές πρωτοβουλίες. Το συνδικαλιστικό κίνημα, ανεξάρτητα από τον τρόπο επιλογής στελεχών, απέρριψε οργανωμένα τις προηγούμενες προσπάθειες επιβολής της αντιδραστικής αξιολόγησης τόσο του Μητσοτάκη (όταν ήταν Υπουργός Εσωτερικών το 2014), όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο θα κάνει και τώρα. Έχοντας αποκτήσει εμπειρία, συλλογικά μέσα από τα σωματεία, ακύρωσε και τις δυο φορές τις προηγούμενες προσπάθειες αξιολόγησης.
Ως Αγωνιστική Συσπείρωση Εκπαιδευτικών δεν περιμένουμε απλά να δούμε το περιεχόμενο των νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνηση. Από την αρχή της σχολικής χρονιάς επιδιώκουμε να δημιουργηθούν εστίες αντίστασης για όλα τα ανοιχτά ζητήματα της εκπαίδευσης. Στην κατεύθυνση αυτή είναι εξαιρετικά θετικό και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι πάνω από 70 ΣΕΠΕ και ΕΛΜΕ έχουν υιοθετήσεις κοινό ψήφισμα υπέρ της απεργίας – αποχής από την αξιολόγηση προσπερνώντας τη συμβιβαστική τακτική ΔΟΕ και ΟΛΜΕ.
Αγωνιστική ετοιμότητα λοιπόν και επαγρύπνηση απέναντι στην αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης. Αυτή είναι η δική μας απάντηση και στα σχέδια για την αξιολόγηση και την επιλογή στελεχών.
Αθήνα 9/12/2019