Στροφή στις δεξιότητες - υποβάθμιση της μόρφωσης
Ιδιαίτερα δυναμικά μπήκε στην ορολογία της εκπαίδευσης ο όρος «δεξιότητες», για να σηματοδοτήσει τον προσανατολισμό που θα «πρέπει» να πάρουν τα εκπαιδευτικά συστήματα, προκειμένου να ανταποκριθούν στις «σύγχρονες ανάγκες». Στην ουσία, για μια ακόμα φορά, αυτό που παρουσιάζεται σαν «σύγχρονο» και «καινοτόμο» οδηγεί τελικά στην υποβάθμιση και αποτελεί οπισθοδρόμηση.
Οι δεξιότητες αποθεώνονται και μάλιστα εμφανίζονται σαν κάτι καινοτόμο, κάτι ανώτερο και πιο «συμφέρον» από την πραγματική γνώση, η οποία σκόπιμα απαξιώνεται. Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση στο κείμενο διαβούλευσης της ΕΕ για το σχολείο στον 21ο αιώνα: «ολοένα έναν Σ 'πιο σύνθετο κόσμο η δημιουργικότητα, η ικανότητα πλευρικής σκέψης, οι εγκάρσιες δεξιότητες και η προσαρμοστικότητα τείνουν να έχουν μεγαλύτερη αξία από συγκεκριμένους κορμούς γνώσης», Αναφέρεται χαρακτηριστικά. Βέβαια, η ολόπλευρη μόρφωση, η οποία συμβάλει στην κατανόηση των νόμων της φύσης και της κοινωνίας, μέσα από την οποία διαμορφώνεται η ικανή να πάρει την τύχη της στα χέρια της προσωπικότητα, είναι αναντικατάστατη, γίνεται ωστόσο προνόμιο όλο και λιγότερων καθώς μεταφέρεται όλο και σε υψηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Παρά την ανάγκη για συστηματική εκπαίδευση και ολόπλευση μόρφωση, με βάση και τη Διάσκεψη της Λισαβόνας τα κράτη - μέλη δεσμεύονται να θέσουν ως προτεραιότητα της εκπαίδευσης τις λεγόμενες δεξιότητες - κλειδιά που είναι: η επικοινωνία στη μητρική γλώσσα και σε ξένες γλώσσες, οι ικανότητες στα μαθηματικά , τις φυσικές επιστήμες και την τεχνολογία, ο χειρισμός Η / Υ, η ικανότητα του «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», η κοινωνική και πολιτική συνείδηση, οι πρωτοβουλίες και η επιχειρηματικότητα, η πολιτισμική συνείδηση και έκφραση. Με βάση αυτές διαμορφώνεται και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Ξεκινώντας από τη δεξιότητα «μαθαίνω να μαθαίνω» εισάγεται κανείς στη φιλοσοφία του κυνηγιού των καταρτίσεων σε όλη τη διάρκεια της ζωής, προκειμένου να μπορεί ο εργαζόμενος να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε εφήμερες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Την ίδια στιγμή, προοιωνίζεται ένα επίσης «διά βίου» κυνήγι μιας δουλειάς μέσα από εναλλασσόμενα διαστήματα κατάρτισης - δουλειάς - ανεργίας - επανακατάρτισης. Ολες, ωστόσο, οι δεξιότητες εντάσσονται στο πλαίσιο της διά βίου μάθησης. Στο επίπεδο του σχολείου, «μαθαίνω να μαθαίνω» σημαίνει ότι ο μαθητής καλείται να οικοδομήσει μόνος του τη μόρφωσή του μέσα από διάφορες - συχνά σκόρπιες - πληροφορίες που του δίνονται, οδηγώντας τον τελικά στην αμορφωσιά.
«Αποκωδικοποιώντας» τις βασικές δεξιότητες
Σε ό, τι αφορά τις υπόλοιπες δεξιότητες, μέσα και από τα επίσημα κείμενα της ΕΕ γίνεται εύκολα η ... αποκωδικοποίησή τους. Ειδικότερα, όπως έχει φανεί και από τις πρόσφατες αλλαγές στο περιεχόμενο του σχολείου, η «επικοινωνία στη μητρική γλώσσα» φαίνεται ότι περιορίζει τη χρήση της γλώσσας στην επικοινωνία και δεν την αντιμετωπίζει σαν μέσο οργάνωσης της σκέψης και έκφρασης. Αντίστοιχη είναι και η στάση προς τις ξένες γλώσσες καθώς συνολικά η γλώσσα περιορίζεται στη χρηστική λειτουργία της. Η μαθηματική ικανότητα και οι βασικές ικανότητες στην επιστήμη και την τεχνολογία ουσιαστικά αφορούν την ικανότητα επίλυσης των λεγόμενων καθημερινών προβλημάτων. Για τις φυσικές επιστήμες περιορίζεται στην ικανότητα δημιουργίας συλλογισμών με βάση την παρατήρηση της φύσης, χωρίς τη βαθιά κατανόηση των νόμων που τη διέπουν. Οσο για τις «πρωτοβουλίες και την επιχειρηματικότητα», όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, σχετικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα, «καλλιεργούν την καινοτόμο επιχειρηματική σκέψη και δράση, ώστε όσοι αποφοιτούν από αυτά να είναι σε θέση να συμβάλλουν, ως εργαζόμενοι, στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας των φορέων που θα τους προσλάβουν, ή να είναι σε θέση να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά ». Δηλαδή να γίνουν αποδοτικοί, να κατανοούν την πρόοδο της επιχείρησης που δουλεύουν σαν δική τους ευθύνη και να τα δίνουν όλα. Τέλος, πολιτιστική συνείδηση και έκφραση για την ΕΕ είναι φανερό πια ότι σημαίνει καλλιέργεια των συμπεριφορών και των αντιλήψεων που σε καμία περίπτωση δε θα βλάπτουν το εκμεταλλευτικό σύστημα, αλλά και ενεργητικά θα το στηρίζουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποτελεί σημείο αναφοράς και μέσο πίεσης για στροφή της Παιδείας στην παροχή δεξιοτήτων είναι το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ. Ως βασικός στόχος του προγράμματος εμφανίζεται ο προσδιορισμός της ικανότητας των 15χρονων μαθητών να εφαρμόσουν τις δεξιότητες που αποκτούν στην επίλυση καθημερινών προβλημάτων. Ετσι, προκειμένου να μην «υστερούν» οι μαθητές έναντι των συνομηλίκων τους των άλλων χωρών και για την προώθηση της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, θα πρέπει να πειστεί ο λαός ότι στόχος της εκπαίδευσης είναι να μάθει το παιδί να υπολογίζει σε ευρώ, να είναι καλός καταναλωτής, να ξέρει να διαβάζει τους λογαριασμούς και όχι π.χ. η καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης, η κατανόηση των νόμων της φύσης κλπ.
Εξατομίκευση των προσόντων
Η υποκατάσταση της όποιας ολόπλευρης μόρφωσης από χρηστικές ληξιπρόθεσμες δεξιότητες προς εξαργύρωση από την «αγορά» δεν περιορίζεται βέβαια στο σχολείο. Μέσα από τις ρυθμίσεις της Μπολόνια, το πτυχίο χάνει το χαρακτήρα του, διασπάται σε κύκλους και καθιερώνονται οι «πιστωτικές μονάδες» που μετρούν καταρτίσεις, ανεξάρτητα τελικά από το πώς αποκτήθηκαν. Παράλληλα, η τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση έχει ουσιαστικά απογυμνωθεί πλήρως από τις γενικές γνώσεις και περιορίζεται στην παροχή δεξιοτήτων. Για να διευκολυνθεί, μάλιστα, η «αγορά» να χρησιμοποιήσει αυτές τις ληξιπρόθεσμες μαθήσεις που αποκτιούνται μέσα από διάφορες μορφές τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης, η ΕΕ έχει εκπονήσει πλαίσιο για τη διαφάνεια των επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων, μέσα από το οποίο κάθε ένας αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα, στη διάθεση των επιχειρήσεων, ανάλογα με τις δεξιότητες που έχει είτε από επαγγελματική εκπαίδευση, είτε από προπτυχιακές σπουδές, είτε από επαγγελματική εμπειρία κλπ. Η εκγύμναση άλλωστε δεξιοτήτων δεν αφορά μόνο την επαγγελματική κατάρτιση για την οποία ομολογείται ξεκάθαρα ότι «πρέπει να συνδέεται στενά με τις ανάγκες των εργοδοτών σε δεξιότητες» (Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την «Αποδοτικότητα και ισότητα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης») , αλλά διαπνέει το σύνολο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και αναδεικνύει τα ταξικά χαρακτηριστικά της, αφού τελικά η πραγματική μόρφωση γίνεται προνόμιο των λίγων.
Οι πραγματικοί λόγοι
Με βάση τις εξελίξεις στην παραγωγή, το μεγάλο κεφάλαιο θέλει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά του μια μαζική εκπαίδευση χαμηλής στάθμης που προωθεί τις αρχές της εναλλαγής και της ευελιξίας. Η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και των επιτευγμάτων της επιστήμης δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται λιγότερα υψηλά ειδικευμένα στελέχη και από την άλλη, δημιουργείται μία στρατιά ευέλικτων, καταρτισμένων εργαζομένων που θα προσαρμόζονται στις εφήμερες ανάγκες του. Οι μεταρρυθμίσεις που έχει υπαγορεύσει η ΕΕ τα τελευταία χρόνια στα εκπαιδευτικά συστήματα αυτή τη λογική υπηρετούν. Για τη μεγάλη μάζα των μαθητών μένουν οι επιφανειακές ληξιπρόθεσμες δεξιότητες, τόσες όσες χρειάζονται για να είναι αποδοτικοί εργαζόμενοι και πειθήνιοι πολίτες.
Την πραγματικότητα αυτή αποτύπωσε ο Ενγκελς, ο οποίος είχε αναφέρει σχετικά με τη σύνδεση της ταξικής κατηγοριοποίησης με το μορφωτικό επίπεδο που το κεφάλαιο ήθελε να έχουν οι εργάτες: «Εάν η αστική τάξη φροντίζει για την ύπαρξη των εργατών τόσο, όσο τής είναι απαραίτητο, τότε δε θα πρέπει να εκπλησσόμασταν εάν τους εκπαιδεύει μόνο σε τέτοιο βαθμό που να ανταποκρίνονται στα συμφέροντά της».
Αλλωστε, το ότι όλη αυτή η στροφή στις δεξιότητες εξυπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο και δεν αποτελεί ανάγκη του λαού από τον οποίο ουσιαστικά στερούν την ολόπλευρη μόρφωση σε μια εποχή που μπορεί και πρέπει να την κατακτά, το ομολογούν και οι ίδιοι οι προπαγανδιστές αυτού του μοντέλου εκπαίδευσης . Ετσι, στην πρόσφατη ανακοίνωσή της «Βελτίωση των ικανοτήτων για τον 21ο αιώνα: ατζέντα για την ευρωπαϊκή συνεργασία στο σχολικό τομέα», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά «καλύτερη συνεργασία των κρατών - μελών, προκειμένου να καταστούν τα σχολικά συστήματα πιο προσαρμοσμένα στις ανάγκες των μαθητών και των εργοδοτών ». Παράλληλα, όπως ομολογεί ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο βιβλίο «η αυτοαξιολόγηση στο ευρωπαϊκό σχολείο» (εκδόσεις «Μεταίχμιο» 2005), «χρειαζόμαστε το σχολείο των δεξιοτήτων, Α. γιατί οι δεξιότητες αξιολογούνται και αποτιμούνται εύκολα, Β. γιατί μόνον οι δεξιότητες μπορούν να προσαρμοστούν στις ραγδαία μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς, Γ. μόνο με τις δεξιότητες μπορούμε να πείσουμε τους νέους να κυνηγούν άλλες ανανεωμένες καταρτίσεις και να δικαιολογούμε έτσι τις αλλαγές απασχόλησης, κάθε φορά, χωρίς προηγούμενα δικαιώματα ... »