ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Α' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ :
Σαν πραγματική καινοτομία, παιδαγωγικά τεκμηριωμένη, που στόχο έχει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του λαού εμφάνισε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τη διδασκαλία των Αγγλικών από την Α' Δημοτικού. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται στα 800 πιλοτικά ολοήμερα σχολεία με στόχο τη γενίκευσή του. Με δόλωμα την κατάργηση του ξενόγλωσσου φροντιστηρίου, προωθείται έτσι άλλη μια δεξιότητα στο σχολείο της ημιμάθειας.
Το υπουργείο προπαγανδίζει το μέτρο πατώντας πάνω στην αγωνία των γονιών και σπέρνει φρούδες ελπίδες ότι τάχα αν πάρουν τα παιδιά πολλά «εφόδια» και από πολύ νωρίς, θα έχουν καλύτερη τύχη στο να βρουν δουλειά στο μέλλον. Πρόκειται για αυταπάτη γιατί αν ήταν έτσι δε θα υπήρχαν άνεργοι επιστήμονες, ακόμα και κάτοχοι διδακτορικών (αφού αυτοί έχουν τόσα πολλά «εφόδια»), είναι αυταπάτη γιατί η ανεργία είναι σύμφυτη με την καπιταλιστική αγορά και δεν είναι ατομική ευθύνη, ενώ επιπλέον, στις μέρες μας ο ρόλος της εκπαίδευσης στην κοινωνική κινητικότητα έχει περιοριστεί πάρα πολύ.
Η υπουργός Παιδείας, μιλώντας χτες σε διημερίδα για το ζήτημα της διδασκαλίας αγγλικών στην πρώιμη παιδική ηλικία, επιχείρησε να αντικρούσει τα παιδαγωγικά επιχειρήματα που προειδοποιούν για αρνητικές συνέπειες από την εκμάθηση γλωσσών στην πρώιμη παιδική ηλικία, για τη σύγχυση που προκαλεί όταν γίνεται πριν καλά καλά το παιδί μάθει τη μητρική γλώσσα. Υποστήριξε ότι έχει γίνει «σοβαρή επιστημονική υποστήριξη» για αυτή την επιλογή, με μελέτες για την πρώιμη ηλικία. Πράγματι, τα παιδιά της ηλικίας αυτής έχουν την ικανότητα να απορροφούν γνώσεις ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι η διδασκαλία της δεξιότητας των ξένων γλωσσών είναι στοιχείο που συμβάλει στην ανάπτυξη υγειών ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων. Αυτό που τονίζεται μονοδιάστατα από τους υπέρμαχους του μέτρου είναι το παράδειγμα χωρών (π.χ. Φινλανδία) όπου έχουν προχωρήσει οι αναδιαρθρώσεις και το σχολείο έχει στραφεί αποκλειστικά στις δεξιότητες, ενώ εκεί οι ξένες γλώσσες έχουν μπει και στην προσχολική αγωγή, μη διστάζοντας να παραβιάσουν ωμά τα όρια του παιδικού ψυχισμού.
Η υπουργός σημείωσε μεταξύ άλλων ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα «έχει ένα σαφή εκπαιδευτικό, πολιτικό και κοινωνικό στόχο: τα παιδιά στο δημόσιο σχολείο και μέσα από τη δημόσια εκπαίδευση να μπορούν να έχουν στα χέρια τους το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας». Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια που πρωτομπήκαν οι ξένες γλώσσες στα δημόσια σχολεία και σε κάθε μεταρρύθμιση που ξεκινούσαν από όλο και μικρότερη τάξη, το επιχείρημα ήταν το ίδιο, αλλά οι γονείς συνεχίζουν να πληρώνουν φροντιστήρια για να μάθουν τα παιδιά τους αγγλικά ή για να αντεπεξέλθουν στη διδασκαλία της δεύτερης ξένης γλώσσας στο σχολείο. Το επιχείρημα ότι αν αρχίσουν τα αγγλικά ένα ή δυο χρόνια νωρίτερα δε θα χρειάζονται το φροντιστήριο, έχει καταρριφθεί από την ίδια τη ζωή αφού στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στα μέσα της δεκαετίας του 2000 έγιναν τέτοιες μεταρρυθμίσεις που έφεραν την έναρξη της ξένης γλώσσας νωρίτερα στο σχολείο κι αυτό είχε αποτέλεσμα τη νωρίτερη έναρξη των φροντιστηρίων και όχι την κατάργησή τους. Το πρόβλημα με τις ξένες γλώσσες δεν είναι το πότε ξεκινούν, αλλά το πώς διδάσκονται και τι στόχο εξυπηρετεί η εκμάθησή τους στο σχολείο.