Η αποδιάρθρωση των δομών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στρατηγική κατεύθυνση της ΕΕ

09/05/2019 - 21:34

Η αποδιάρθρωση των δομών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στρατηγική κατεύθυνση της ΕΕ

Η στρατηγική της ΕΕ, που αφορά στις αρχές και τις προτεραιότητες για το σχεδιασμό της Ειδικής Αγωγής, θέτει ως βασική κατεύθυνση την απομάκρυνση από την παραδοσιακή νοοτροπία της ενιαίας λύσης για όλα, μετακυλίοντας την ευθύνη, σχεδιασμού και παρέμβασης, στα ίδια τα γενικά σχολεία. Από τα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καλούνται οι εκπαιδευτικοί και διευθυντές των σχολικών μονάδων να δημιουργήσουν ένα σαφή στρατηγικό όραμα που θα βελτιώνει τα μαθησιακά αποτελέσματα μέσω ευέλικτων και ενταξιακών πολιτικών.1 

Ετσι, προτρέπουν και συστήνουν σε εκπαιδευτικούς και διευθυντές των σχολείων να παρέχουν ένα ευέλικτο πρόγραμμα σπουδών, που θα εξασφαλίζει τη συνάφεια για όλους τους μαθητές, που δεν θα πρέπει να έχει αυστηρά ακαδημαϊκό περιεχόμενο για να δημιουργήσουν «ευκαιρίες» επιλογής για τους μαθητές. Ενώ, στην κεντρική διοίκηση και το κράτος, ως διαμορφωτές αυτής της πολιτικής με επιτελική ευθύνη, συστήνουν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το «τι αποδίδει», τη διευκόλυνση ενός εθνικού διαλόγου για την ανάπτυξη μιας κοινής αντίληψης σχετικά με την ενταξιακή εκπαίδευση.2

Ετσι, αποτελεί στρατηγική κατεύθυνση της ΕΕ, αλλά και διεθνώς, η αποδιάρθρωση των δομών Ειδικής Εκπαίδευσης και η «εγκατάλειψη» των παιδιών σε ένα γενικό σχολείο, αυτονομημένο, που έχει την αποκλειστική ευθύνη να σχεδιάζει, να υλοποιεί τις «ενταξιακές» κατευθύνσεις. Μια κατεύθυνση που είναι σε βάρος της Ειδικής Εκπαίδευσης, που έχει πολλαπλάσιες απαιτήσεις ως προς το περιεχόμενο, τη στοχοθεσία της μαθησιακής διαδικασίας, την εξατομικευμένη παρέμβαση, τη διεπιστημονική πλαισίωση, για να επιτελέσει την αποστολή της, που δεν είναι άλλη από την ουσιαστική προετοιμασία του παιδιού με αναπηρία να ενταχθεί στην κοινωνία.

Μια κατεύθυνση που υλοποιείται εδώ και δεκαετίες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και οι συνέπειές της είναι αρνητικές για τα ίδια τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Αυτό αποτυπώνεται σε παλαιότερη έκθεση, στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ευρυδίκη3, ότι, δηλαδή, το πλαίσιο ένταξης αυτών των παιδιών προσκρούει στο ανταγωνιστικό πνεύμα λειτουργίας που έχει κατακλύσει τα γενικά σχολεία. Ετσι, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, αφού η κοινωνία γενικά ζητάει περισσότερα αποτελέσματα και οφέλη, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο τρόπος σκέψης με όρους αγοράς να έχει εισαχθεί στα σχολεία. Αυτά, λοιπόν, κατηγοριοποιούνται με βάση τις επιδόσεις των μαθητών τους, αποκλείοντας τα παιδιά που υστερούν ή δεν μπορούν να πετύχουν υψηλούς στόχους δημιουργώντας αρνητικό «ισοζύγιο» στη συνολική αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας.

Εντοπίζουν, δηλαδή, τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της δικής τους πολιτικής. Αφού ενισχύουν την αυτονομία της σχολικής μονάδας, εντείνοντας την ταξική κατηγοριοποίησή τους, δυσκολεύουν την ένταξη των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε αυτά τα σχολεία, που είναι στρατηγικός τους στόχος.

Εάν τώρα συνυπολογίσουμε ότι η αυτονομία της σχολικής μονάδας και η κατηγοριοποίησή τους με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, στην πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ, όχι μόνο δεν έχουν αντιστραφεί ως πολιτική κατεύθυνση, αλλά έχουν επεκταθεί και είναι καθεστώς, κατανοούμε ότι είναι ψευδεπίγραφος ο ανθρωπισμός των αστικών επιτελείων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη παιδιών με ειδικές ανάγκες λογίζεται περισσότερο ως βάρος, με αποτέλεσμα η ευθύνη να βαραίνει αποκλειστικά την ίδια την οικογένεια για το τι μπορεί να προσφέρει στο παιδί της, στρεφόμενη κυρίως στον κοστοβόρο ιδιωτικό τομέα.

Το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης υπηρετεί αυτήν τη στρατηγική κατεύθυνση της ΕΕ

Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση του νομοθετικού έργου της κυβέρνησης, σε συνέχεια των προηγούμενων, σταχυολογούμε ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές παρεμβάσεις, που υποβαθμίζουν, παραπέρα, την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Για παράδειγμα, στο νόμο 4186, άρθρο 28, επεκτείνεται η πρόσληψη ιδιωτικής παράλληλης στήριξης από τη Γενική Εκπαίδευση που ίσχυε, στην Ειδική Εκπαίδευση, υποχρεώνοντας παραπέρα την ήδη επιβαρυμένη οικογένεια να καλύψει, με δικά της έξοδα, την υποστελέχωση και τα χιλιάδες κενά, που ποτέ δεν καλύπτονται εξολοκλήρου, αλλά ούτε και στην ώρα τους.

Παραπέρα, στο άρθρο 48, προβλέφθηκαν η πρόσληψη και η τοποθέτηση εκπαιδευτικών χωρίς κανένα επιστημονικό προσόν στην Ειδική Αγωγή. Αφού, λοιπόν, έγιναν «χειρουργικές» παρεμβάσεις σε βάρος της Γενικής Εκπαίδευσης (μείωση των ωρών της πρωινής ζώνης, των ωρών διδασκαλίας, κατάργηση του υπεύθυνου ολοήμερου κ.τ.λ.), δημιουργήθηκε «πλεονάζον» προσωπικό, που με ταχύρυθμα σεμινάρια διατέθηκε στον ευαίσθητο τομέα της Ειδικής Εκπαίδευσης.

Ο εμβληματικός νόμος, όμως, που με σαρωτικό τρόπο ανέτρεψε το χάρτη της Ειδικής Αγωγής προς το χειρότερο, είναι αυτός για τις νέες δομές, που μετακυλίει, ουσιαστικά, την ευθύνη ειδικής παιδαγωγικής παρέμβασης στη Γενική Εκπαίδευση από το υπάρχον προσωπικό, με την κατάρτιση εξατομικευμένων προγραμμάτων. Προβλέπει τη συγκρότηση ομάδων εκπαιδευτικής υποστήριξης, πάλι από το υπάρχον προσωπικό, που θα έχουν στην ευθύνη τους όλο το παραπάνω έργο, σε συνεργασία με τα ΚΕΣΥ.

Ειδικά για τις γνωματεύσεις

Η διαδικασία της γνωμάτευσης υποβαθμίζεται πλήρως. Κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο ίδιος ο υπουργός, θέλοντας να αιτιολογήσουν αυτή την επιλογή, τόνιζαν ότι η γνωμάτευση δεν είναι αυτοσκοπός της παιδαγωγικής διαδικασίας, επιδιώκοντας να αντιμετωπίσουν με αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο των «υπεργνωματεύσεων»! Και το λένε αυτό τη στιγμή που τα καταγεγραμμένα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν ξεπερνούν το 2%, όταν η επιστημονική κοινότητα το προσδιορίζει, περίπου, στο 10% του γενικού μαθητικού πληθυσμού!

Στο νόμο, λοιπόν, τίθενται προαπαιτούμενα για να φτάσει τελικά ο μαθητής στην υπηρεσία - ΚΕΣΥ, ζητώντας μια επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη για το είδος της δυσκολίας και της στήριξης που χρειάζεται. Δηλαδή, πρέπει να βεβαιώνεται και να τεκμηριώνεται η αποτυχία των παρεμβάσεων μέσα στο γενικό σχολείο, για να φτάσει τελικά κάποιος στο ΚΕΣΥ και να λάβει το πολύτιμο χαρτί, χάνοντας πολύτιμο παιδαγωγικό χρόνο, που στην κυριολεξία μετράει σε βάρος του παιδιού.

Ομως, η διάγνωση δεν είναι κάτι μεταξύ όλων των άλλων, αλλά αποτελεί το εργαλείο και επιστημονικό προαπαιτούμενο για να προσδιοριστεί με σταθμισμένα επιστημονικά κριτήρια το είδος της δυσκολίας, να προσδιοριστεί το κατάλληλο σχολικό πλαίσιο, αλλά και η ειδική επιστημονική παρέμβαση στο περιεχόμενο της παιδαγωγικής διαδικασίας. Ενώ το σύνολο των γνωματεύσεων μπορεί να δώσει τις συνολικές ανάγκες που υπάρχουν, ανά ομάδα αναπηρίας.

Την ίδια ώρα, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου ψεύδεται όταν αναφέρει ότι ο νόμος αντιμετωπίζει την «ιατρικοποίηση» της Ειδικής Αγωγής, αφού μέσα σε αυτόν προκρίνονται και αναγνωρίζονται οι αξιολογικές εκθέσεις από τα ιατρικοπαιδαγωγικά κέντρα. Κέντρα που υπάγονται στο υπουργείο Υγείας και από τη σύστασή τους, το επιστημονικό προσωπικό που τα απαρτίζει δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποφανθεί για το παιδαγωγικό και σχολικό πλαίσιο που έχει ανάγκη ο κάθε μαθητής. Είναι γεγονός ότι οι διαγνώσεις από αυτά τα κέντρα αναγνωρίζονταν και προηγούμενα, τώρα όμως με την κατάργηση των ΚΕΔΔΥ και της διακριτής λειτουργίας τους για τη διενέργεια αποκλειστικά των διαγνώσεων, θα αυξηθεί η ροή προς τα ιατρικοπαιδαγωγικά και επειδή είναι λίγες αυτές οι δομές, οι οικογένειες θα αναγκαστούν να προσφύγουν στα ιδιωτικά κέντρα. Αυτό συνιστά παραπέρα ιατρικοποίηση της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, αποδεικνύοντας το μέγεθος της υποκρισίας όλων αυτών που αποδιαρθρώνουν την Ειδική Αγωγή στο όνομα της αντιμετώπισής της.

Εντονη υποχρηματοδότηση

Πρόσφατη είναι η εγκύκλιος που στάλθηκε στα σχολεία, για την ίδρυση των Τμημάτων Ενταξης, θέτοντας ως προαπαιτούμενο για κάθε ίδρυση και λειτουργία τη θετική γνωμοδότηση από το Δημοτικό Συμβούλιο και τη Σχολική Επιτροπή ότι μπορεί για τα επόμενα χρόνια να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες των καινούργιων τμημάτων. Με δεδομένη τη χρόνια υποχρηματοδότηση των Σχολικών Επιτροπών, με ευθύνη τόσο των προηγούμενων κυβερνήσεων όσο και της σημερινής, κατανοούμε ότι βήμα - βήμα ξεδιπλώνονται οι όροι αυτονομίας και αποκέντρωσης της Εκπαίδευσης και ότι με τη μετακύλιση της ευθύνης στους δήμους με καθολικό και υποχρεωτικό τρόπο, αυτές δεν πρόκειται να ιδρυθούν και να λειτουργήσουν.

Εάν σε όλα τα παραπάνω συνυπολογίσουμε τις εξελίξεις στον τομέα της Υγείας με τον νέο Ενιαίο Κανονισμό Παροχής Υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ, με την αλλαγή του τρόπου συνταγογράφησης των ειδικών θεραπειών, που κόβονται θεραπείες, εξαφανίζονται ολόκληρες διαγνωστικές κατηγορίες, περικόπτεται κατά 50% η δαπάνη για την Ειδική Αγωγή (από 106 εκατ. το 2015 σε 65 εκατ. το 2019), εξωθώντας τους γονείς είτε να επιβαρυνθούν με τεράστια ποσά είτε να σταματήσουν τις αναγκαίες θεραπείες για τα παιδιά τους. Προκύπτει ότι ο ευαίσθητος χώρος της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης βάλλεται κατά ριπάς!

Η εικόνα της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε έκθεση που αποτυπώνει με ποσοτικό τρόπο τις ελλείψεις στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση.4 

Σύμφωνα με αυτή, το ποσοστό των μαθητών της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, που κυμαίνεται από 1,8% έως 2,9% σε σχέση με τον γενικό μαθητικό πληθυσμό.

Από αυτό το ποσοστό, το 67,7% των μαθητών είναι στη Γενική Εκπαίδευση, είτε σε Τμήματα Ενταξης είτε με παράλληλη στήριξη, ενώ οι μαθητές που φοιτούν σε σχολικές μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης αποτελούν το 32,3% του μαθητικού πληθυσμού. Ποσοστό που είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, καθώς η τοποθέτηση μαθητών με αναπηρία, στη Γενική Εκπαίδευση, στις 29 χώρες της ΕΕ, είναι στο 98,64% και μόλις το 1,54% των μαθητών φοιτούν σε ειδικά σχολεία.5 

Γι' αυτό και η κυβέρνηση, με πολλαπλές νομοθετικές παρεμβάσεις, προσπαθεί να εναρμονιστεί με τις «βέλτιστες» ευρωπαϊκές πρακτικές!

Παραπέρα, κατά τη μετάβαση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ο συγκεκριμένος μαθητικός πληθυσμός μειώνεται δραματικά και σχεδόν εξαφανίζεται στο Λύκειο! Πιο συγκεκριμένα, τα Τμήματα Ενταξης, στα οποία φοιτά το 45% των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, αγγίζει μόλις το 1,2% στο Γενικό και Επαγγελματικό Λύκειο.

Αντίστοιχα σοβαρό έλλειμμα παρατηρείται και στη γεωγραφική κατανομή των ειδικών δομών. Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά: Στο 20,4% των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης δεν λειτουργεί Τμήμα Ενταξης στα Γυμνάσια, στο 83,3% στα Λύκεια. Τα ειδικά γενικά και επαγγελματικά Γυμνάσια είναι μηδενικά στις μισές Περιφερειακές Διευθύνσεις, ενώ για τα Λύκεια το ποσοστό αγγίζει το 80%.

Πάνω από το 60% όλων των εργαζομένων όλων των ειδικοτήτων στις ειδικές δομές Εκπαίδευσης εργάζονται με ελαστικές σχέσεις εργασίας.

Από τα παραπάνω αποτυπώνεται με αριθμούς η υποβαθμισμένη παρέμβαση, διαχρονικά όλων των κυβερνήσεων, στον τόσο ευαίσθητο χώρο της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης.

Γι' αυτό απαιτείται ο αγώνας να θέσει στο επίκεντρο των διεκδικήσεων την αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν, αναβαθμισμένη Ειδική Αγωγή, με ευθύνη του κράτους, με την ίδρυση και λειτουργία όλων των αναγκαίων ειδικών δομών σε κάθε βαθμίδα Εκπαίδευσης, γιατί κάθε παιδί πρέπει να εντάσσεται στο κατάλληλο γι' αυτό σχολείο, ούτε στο σπίτι του, ούτε σε σχολεία που δεν μπορούν να στηρίξουν τις σύνθετες παιδαγωγικές και επιστημονικές ανάγκες του. Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη στον ευαίσθητο χώρο της Ειδικής Αγωγής να εργάζονται με μόνιμη σχέση εργασίας όλο το αναγκαίο επιστημονικό και παιδαγωγικό προσωπικό.

Με ισχυρό ΚΚΕ κόντρα στη στρατηγική που τσακίζει τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών με αναπηρία

Το ΚΚΕ σταθερά αποκαλύπτει ότι η ευρωενωσιακή και κυβερνητική σημαία της «ένταξης» ή της «ενσωμάτωσης» αποτελεί όχημα για την παραπέρα περιθωριοποίηση των παιδιών με ειδικές ανάγκες και, σε μεγάλο βαθμό, είναι αντιεπιστημονική, αφού δεν συνοδεύεται από εξατομικευμένη καταγραφή, επιστημονική ομαδοποίηση και δεν διασφαλίζει καμία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ολόπλευρη, μορφωτική, σωματική, κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Συνειδητά, από αυτήν απουσιάζουν η γενναία χρηματοδότηση και η στήριξη της επαγγελματικής διεξόδου αυτών των παιδιών, ώστε να μπορούν να ενταχθούν ισότιμα στην κοινωνία, να μπορέσουν να ζήσουν με αυτάρκεια και ανεξαρτησία.

Γι' αυτό, κόντρα στην αποδιάρθρωση των διακριτών δομών Ειδικής Αγωγής και όλων των, επιπλέον, υποστηρικτικών, παλεύουμε για την πλέρια, θετικά «ανισότιμη», προνομιακή μεταχείριση των παιδιών με ειδικές ανάγκες, γιατί ξεκινούν από μια διαφορετική αφετηρία, και για να κατακτήσουν την όποια ισοτιμία πρέπει να τους δοθεί επιπλέον στήριξη, κάθε διαθέσιμο επιστημονικό μέσο. Η επιστήμη μπορεί, καθώς εξελίσσεται, να δώσει απαντήσεις, να προσφέρει νέα εφόδια και μέσα για την πρόληψη των αναπηριών, την πρώιμη διάγνωση, την επιστημονική - παιδαγωγική παρέμβαση στο κατάλληλο για το κάθε παιδί πλαίσιο, την αποκατάσταση αλλά και την παραγωγική ένταξή τους στην κοινωνία.

Οι σύγχρονες ανάγκες των παιδιών με αναπηρίες και ο βαθμός ικανοποίησής τους σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο πρέπει να αποτελέσουν κριτήριο ψήφου, δυναμώνοντας τον αγώνα για να αντιστοιχηθούν τα δικαιώματά τους με τις σύγχρονες δυνατότητες της κοινωνίας, κόντρα στο κοινωνικό περιθώριο και τον αποκλεισμό τους.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. «Ανάδειξη των επιτευγμάτων όλων των μαθητών στην ενταξιακή εκπαίδευση», τελική συνοπτική έκθεση, Ευρωπαϊκός Φορέας για την Ειδική Αγωγή και την Ενταξιακή Εκπαίδευση, 2017.

2. Ο.π. σελ. 14.

3. «Ειδική Αγωγή στην Ευρώπη», Θεματική Εκδοση, από Ευρωπαϊκό Φορέα Ειδικής Αγωγής, 2003.

4. Ετήσια Εκθεση (μέρος β') για την Εκπαίδευση 2017 - 2018 του ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την ΕΣΑμεΑ με θέμα «Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση στην Ελλάδα: ο μακρύς δρόμος για ένα σύστημα συνεκπαίδευσης στη χώρα μας», Δελτίου Τύπου 28/11/2018.

5. Στατιστικά στοιχεία για την ενταξιακή εκπαίδευση - βασικά μηνύματα και πορίσματα (2014/2016) - Ευρωπαϊκός Φορέας για την Ειδική Αγωγή και την Ενταξιακή Εκπαίδευση.

 

Της Αγγελικής ΓΚΟΥΣΚΟΥ*
*Η Αγγελική Γκούσκου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή: Ριζοσπάστης

Βασική Κατηγορία: 

Νέα από το Π.Α.ΜΕ

Τελευταία νέα

Τα πιο διαβασμένα