Τέλος στα μαθήματα όπως τα γνωρίζαμε...
Τα νέα προγράμματα σπουδών σε Δημοτικό και Γυμνάσιο συζητάει το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας - Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι σε δημοτικό και γυμνάσιο: Εφαρμόζεται ολοήμερο πρόγραμμα με διευρυμένο και ενιαίο ωράριο (8.00 - 15.00 για τις τέσσερις πρώτες τάξεις και 8.00 - 15.30 για τις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού και 8.00 - 4.00 για το γυμνάσιο).
Οπως σημειώνεται, οι πρόσθετες διδακτικές ώρες θα περιλαμβάνουν τη ζώνη για ξένες γλώσσες (με βάση επιλογές και επίπεδα), καθώς και τουλάχιστον 5 πρόσθετες ώρες τη βδομάδα που εντάσσονται στο πεδίο «σχολική και κοινωνική ζωή». Σύμφωνα με όσα περιγράφονται, αυτό περιλαμβάνει μελέτη, εργασίες/ projects που προτείνονται στο πλαίσιο των μαθησιακών - διδακτικών αντικειμένων και θέματα όπως το περιβάλλον, τον πολιτισμό και τις νέες τεχνολογίες, καθώς και ομίλους, δίωρα ελεύθερης, συλλογικής, συνθετικής δραστηριότητας (ελεύθερο project) «με πρωτεύοντα στόχο την ανάπτυξη δεξιοτήτων συνεργασίας, δημιουργικότητας και ανάληψης πρωτοβουλιών, έτσι ώστε το σχολείο να γίνει χώρος δημιουργικής μάθησης». Πρόκειται για επιλογή που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη διαφοροποίηση του περιεχομένου της μάθησης, τόσο μεταξύ των σχολείων όσο και μεταξύ των μαθητών του ίδιου σχολείου. Γιατί, στο πλαίσιο ενός πρότζεκτ, κάλλιστα θα μπορούν άλλοι να ασχολούνται με μαθήματα και άλλοι να... ζωγραφίζουν.
Στην κατεύθυνση της διαφοροποίησης κινείται και η «ενίσχυση της αυτονομίας και ευελιξίας της σχολικής μονάδας στην κατανομή των διδακτικών περιόδων του ωρολογίου προγράμματος». Επίσης, ενοποιούνται διδακτικές ώρες και επιμηκύνεται ο μαθησιακός χρόνος, δηλαδή συνδυάζονται δύο διδακτικές ώρες σε ένα συνεχόμενο δίωρο και συνδέονται «αντικείμενα που ανήκουν σε συναφές επιστημονικό πεδίο».
Επίσης, με το σχέδιο ανοίγει το σχολείο στην τοπική κοινωνία, όχι μόνο με ενδοσχολικές δραστηριότητες, «αλλά μετά τη λήξη της σχολικής μέρας, μπορούν να οργανώνονται στις εγκαταστάσεις του σχολείου δραστηριότητες με ευθύνη των τοπικών αρχών», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Βέβαια, οι «Καλλικρατικές» τοπικές αρχές, αναγκασμένες από τη νέα δομή και τις οικονομικές συνέπειές της, θα αποτελούν το φορέα που θα συντονίζει ή και θα προσελκύει τους ιδιώτες στα σχολεία προς αναζήτηση πόρων.
Ολα τα παραπάνω συνιστούν το σχολείο των δεξιοτήτων και της ημιμάθειας για τους πολλούς, το ίδιο σχολείο που χρόνια τώρα αξιώνουν ΕΕ, ΟΟΣΑ και άλλοι μηχανισμοί του μεγάλου κεφαλαίου. «Ολοι οι μαθητές, όταν ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, θα είναι σε ικανοποιητικό βαθμό εγγράμματοι στην Ελληνική και σε ξένες γλώσσες, στις επιστήμες, στα μαθηματικά, στις νέες τεχνολογίες, στον πολιτισμό, στις τέχνες και στη θρησκεία τους», σημειώνεται ομολογώντας το μίνιμουμ γνώσης και δεξιοτήτων που θα παρέχονται.
Σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς, εμπλέκονται «στη διαμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών σε αλληλεπίδραση και στενή συνεργασία με τους μαθητές τους» και γίνεται λόγος για «με κάθε τρόπο αναγνώριση της συνεισφοράς» τους, δηλαδή και ύπαρξη οικονομικών κινήτρων για να προωθήσουν και να υπερασπιστούν το σχολείο των μονοπωλίων. Το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, άλλωστε, δημιουργεί και το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για κάτι τέτοιο, καθώς ανάμεσα στα ελάχιστα που δεν καταργεί, είναι τα επιδόματα θέσης (στελέχη της εκπαίδευσης) και το επίδομα αποδοτικότητας.