Οι ΜΚΟ «αντιβιοτικά» του καπιταλισμού
Η συζήτηση σχετικά με τη διαφάνεια των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) δεν πρέπει να αφορά τους εργαζόμενους και είναι αποπροσανατολιστική. Ανεξάρτητα από το εάν ορισμένες ΜΚΟ λένε ότι επιτελούν κάποιο έργο και κάποιες άλλες χρηματοδοτούνται απλά για ...να υπάρχουν, ένα είναι δεδομένο και ένα πρέπει να απασχολεί την εργατική λαϊκή οικογένεια: Η όποια δράση δεν ωφελεί σε τίποτα τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα. Οι ΜΚΟ είναι γέννημα και εργαλεία των κυβερνήσεων, της ΕΕ, των επιχειρηματικών ομίλων. Από αυτούς ιδρύονται και χρηματοδοτούνται. Πόσο ωφέλιμη μπορεί να είναι η δράση ενός θεσμού των κυβερνήσεων και της ΕΕ, που ξεθεμελιώνουν όλα τα λαϊκά κεκτημένα, φορτώνουν τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους και τα παιδιά τους, νομοθετούν για την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων και όχι για τις λαϊκές και κοινωνικές ανάγκες;
Εξ αντικειμένου, οι ΜΚΟ αποτελούν στηρίγματα του καπιταλισμού, προσπαθώντας να «στρογγυλέψουν» τη βάρβαρη φύση του και γι' αυτό χρηματοδοτούνται από βιομήχανους, επιχειρηματίες και τραπεζίτες. Για παράδειγμα, οι φαρμακοβιομηχανίες δωρίζουν φάρμακα σε ΜΚΟ («PRAKSIS», «Φαρμακοποιοί του Κόσμου», «Γιατροί του Κόσμου» κ.ά.), που «υπερασπίζονται» την πρόσβαση των «αδυνάτων» στη φαρμακευτική αγωγή, διότι οι ΜΚΟ δεν αμφισβητούν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να εμπορεύονται το φάρμακο, δεν παλεύουν για φάρμακο κοινωνικό αγαθό, ούτε για κατάργηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Υγεία. Το ίδιο και οι βιομήχανοι στον κλάδο των τροφίμων: Δωρίζουν σε κάποιες ΜΚΟ κονσέρβες για όσους δεν έχουν να φάνε, τη στιγμή που οι ίδιοι εμπορεύονται τα τρόφιμα. Ετσι, φορούν με τη βοήθεια των οργανώσεων αυτών ένα «φιλανθρωπικό» προσωπείο, οι αντιθέσεις δεν εκφράζονται τόσο ακραία.
Τέτοιες οργανώσεις αποτελούν τα «αντιβιοτικά» του εκμεταλλευτικού συστήματος και γι' αυτό άλλωστε απέχουν πάντα από το οργανωμένο λαϊκό και ταξικό εργατικό κίνημα. Οι εργαζόμενοι και οι νέοι δεν έχουν παρά να απορρίψουν τη λογική του δήθεν «εφικτού», του «επιμέρους», της εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.