ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ - ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ : Ξεπουλά τα εργασιακά δικαιώματα στο κεφάλαιο. Η εμπειρία από τις σκανδιναβικές χώρες
Οι σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές εργατοπατέρες ηγέτες του καλούμενου εργοδοτικού συνδικαλισμού βρίσκονται σήμερα πολύ εκτεθειμένοι απέναντι στους εργαζόμενους για όλα αυτά τα απατηλά διλήμματα με τα οποία επανειλημμένα τους τρομοκράτησαν και τους εκβίασαν τα τελευταία 20 χρόνια για να αποδεχτούν τη νέα εργασιακή τάξη πραγμάτων. Σαν πιστοί και καλοπληρωμένοι υπηρέτες του κεφαλαίου, έβαλαν στόχο να παθητικοποιήσουν το εργατικό κίνημα και να απαξιώσουν κάθε αγωνιστική του αξία. Για αρκετά χρόνια, τους ευνοούσε και η κάποια θετική ανάκαμψη της οικονομίας, που την χρησιμοποίησαν σαν άλλοθι για να αποτελειώσουν τη βρώμικη δουλειά. Μπήκαν αυτοί εγγυητές ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ και τα επακόλουθά της δε θα αφορούσε στα εργασιακά και δε θα έθιγε ποτέ τις συλλογικές συμβάσεις σε κάθε χώρα. Κατηγορούσαν, δε, τις λίγες απανταχού ταξικές δυνάμεις ότι βλέπουν φαντάσματα και με την αρνητική στάση τους εμποδίζουν την ανάπτυξη και τις κάθε είδους επενδυτικές προθέσεις που αποτελούν μονόδρομο για την εξασφάλιση και δημιουργία θέσεων εργασίας.
Σήμερα, στην πράξη, αποδεικνύεται το ποιος είχε δίκιο και το ποιος βγήκε κερδισμένος από αυτήν την πορεία. Με στοιχεία και αριθμούς που δεν αμφισβητούνται. Με τεράστια κέρδη για τους μετόχους και ταυτόχρονα πρωτοφανείς σε μαζικότητα απολύσεις για τους εργαζόμενους.
Υπάρχει και ένα άλλο μέτρο σύγκρισης που έχει ενδιαφέρον. Η σύγκριση της Ελλάδας του ΠΑΜΕ, της ΠΑΣΥ, της ΠΑΣΕΒΕ και των άλλων κοινωνικών κινημάτων με ταξικό προσανατολισμό, παρά τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, με τις διάφορες βορειοευρωπαϊκές χώρες του σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού και των ΜΚΟ. Πώς υποδέχτηκαν οι Ελληνες εργαζόμενοι τα μέτρα λιτότητας και με τι συνθήματα και πόσο απροετοίμαστοι βρέθηκαν οι εργαζόμενοι αυτών των χωρών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, για το οποίο είναι υπεύθυνοι όλοι αυτοί οι προδότες της τάξης που υποκρίνονται ότι εκπροσωπούν, εντοπίζεται στο ότι σήμερα η πάλη διεξάγεται καθαρά με όρους κεφαλαίου. Δηλαδή, με ένα κίνημα παθητικοποιημένο που αντί να βρίσκεται μπροστά από τις περιστάσεις και να προωθεί τέτοια αιτήματα που να ανταποκρίνονται στην εκ των προτέρων προβολή και διεκδίκηση αιτημάτων που αφορούν στην ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, περιμένει κάθε φορά να ανακοινωθούν τα κάθε μορφής μέτρα που συντάσσουν τα κυβερνητικά επιτελεία με πυξίδα τα συμφέροντα του κεφαλαίου και αφορούν μόνο περικοπές δικαιωμάτων και μισθών και μετά να αντιδράσει. Δηλαδή, ζήσε Μάη για να φας τριφύλλι.
Το περιορισμένο εύρος απαιτήσεων και η συσπείρωση εργατικών φορέων υπό την αιγίδα της προδοτικής ΣΕΣ σε διάφορα πρωτόκολλα και παρακάλια προς τους εργοδότες να δείξουν κάποια κατανόηση και ανθρωπιά έχει σαν αποτέλεσμα την απογοήτευση και τη σύγχυση για την ουσία του πολιτικού προβλήματος. Ασφαιρα πυρά και ο καπιταλισμός στο απυρόβλητο.
Σε συνέντευξή του στις Βρυξέλλες, 27.10, ο επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά Μπαρνιέ παρουσίασε ένα πακέτο με 50 σημεία διαρθρωτικών αλλαγών για την εσωτερική αγορά. Στο σημείο 29 έγινε μια σημαντική αλλαγή. Κατ' εισήγηση των εκπροσώπων της ΣΕΣ είχε μπει στο σημείο αυτό μια πρόταση για το δικαίωμα στην απεργία, επειδή οι εκπρόσωποι της ΣΕΣ έχουν εκτεθεί πανευρωπαϊκά, αφού τα ευρωπαϊκά δικαστήρια έχουν με αποφάσεις θέσει σε αμφισβήτηση το δικαίωμα στην απεργία. Η πρόταση αυτή διαγράφηκε. Ο εκπρόσωπος του Μπαρνιέ, κος Chantal Dunne, έδωσε την παρακάτω εξήγηση: Το κείμενο πράγματι άλλαξε. Στη νέα πρόταση αναφέρεται ότι θα πρέπει να καταβάλλονται οι προσπάθειες για την εκπλήρωση των βασικών δικαιωμάτων, αλλά δεν αναφέρεται τίποτε για το δικαίωμα στην απεργία.
Και κατά τον κύριο Μπαρνιέ δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, γιατί η παραπέρα απελευθέρωση της αγοράς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς το σεβασμό των βασικών συλλογικών δικαιωμάτων. Το τραγικό της ιστορίας είναι ότι ο προηγούμενος επίτροπος Μόντι είχε τρομοκρατηθεί από τις αντιδράσεις κύρια των Σουηδών εργαζομένων από τη στιγμή που πρωτοεφαρμόστηκε η οδηγία Μπολκενστάιν (υπόθεση Λαβάλ, στην οποία με δικαστική απόφαση καταδικάστηκαν οι Σουηδοί εργαζόμενοι για τις κινητοποιήσεις που έκαναν ενάντια στην εταιρεία που απασχολούσε Λιθουανούς με συνθήκες γαλέρας και η Ομοσπονδία Οικοδόμων καταδικάστηκε να πληρώσει βαρύτατο πρόστιμο και αποζημίωση στην εταιρεία). Να σημειωθεί εδώ και η στάση της σουηδικής Ομοσπονδίας Οικοδόμων αλλά και της σουηδικής ΓΣΕ, οι οποίες στην αρχή πιεζόμενες από τα κάτω εμφανίζονταν πιο ριζοσπαστικές και απειλούσαν ότι δε θα συμβάλουν στη φιλοευρωενωσιακή προπαγάνδιση. Ετσι, ο Μόντι είχε προτείνει να διευκρινιστεί η παράγραφος για το θέμα της απεργίας και είχε προειδοποιήσει τα ευρωδικαστήρια να είναι λίγο προσεκτικά στις αποφάσεις. Σιγά σιγά, βέβαια, οι εκπρόσωποι του σουηδικού σοσιαλδημοκρατικού εργοδοτικού συνδικαλισμού το γύρισαν όπως συνηθίζουν και προσπάθησαν να αμβλύνουν τις αντιδράσεις. Παράλληλα, τα λόμπι των εργοδοτικών ενώσεων άσκησαν σοβαρές πιέσεις που φαίνεται ότι έπιασαν τόπο.
Αυτή η εξέλιξη απαντάει και δικαιώνει και την ταξική γραμμή που λέει ότι μόνο με την αγωνιστική συσπείρωση των εργαζομένων σε ταξική βάση μπορούν να έρθουν αποτελέσματα. Με τους κοινωνικούς διαλόγους και τις συζητήσεις κορυφής μεταξύ αρχών και λομπιστών, οι εργαζόμενοι είναι μόνιμα χαμένοι.
Και θα είναι ακόμη πιο χαμένοι όσο θα παίρνουν στα σοβαρά δηλώσεις όπως του γνωστού εργατοπατέρα και γγ της ΣΕΣ Τζον Μονκς, που ενοχλήθηκε από την παραπάνω απόφαση και δήλωσε ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να αντιδράσουν. Μάλιστα, κυνικότατα δήλωσε ότι η ΣΕΣ θέτει ερωτηματικά για τη μελλοντική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Δηλαδή, ο κος Μονκς περίμενε μια καλύτερη λειτουργία, ίσως με περισσότερα ψίχουλα. Ισως, είπε, να αναγκαστούμε να ξαναδιαδηλώσουμε στις 15 Δεκέμβρη. Μάλιστα, αυτή τη μεγάλη απειλή εξαπόλυσε...
Ακούμε σήμερα ότι η Νορβηγία είναι και φέτος για δεύτερη συνεχή χρονιά η πιο ευημερούσα χώρα στον πλανήτη, σύμφωνα με το Δείκτη Ευημερίας του βρετανικού LegatumΙnstitute για το 2010. Ακολουθούν στη δεύτερη και τρίτη θέση άλλες δύο σκανδιναβικές χώρες, Δανία και Φινλανδία.
Πράγματι, έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε κάποια στοιχεία και για τη Νορβηγία, η οποία ακόμη βρίσκεται εκτός ΕΕ, και μάλιστα, επειδή με αυτήν την ιδιότητα έχει κάποια μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων, παρουσιάζονταν ιδιαίτερα από τους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους σαν χώρα πρότυπο για την πάλη ενάντια στο κοινωνικό ντάμπινγκ που έφερε το σύνολο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στις χώρες της ΕΕ. Ιδιαίτερα μετά την επικράτηση του κεντροαριστερού μπλοκ (σοσιαλδημοκρατών και οπορτουνιστών) στις βουλευτικές εκλογές πριν περίπου ένα χρόνο, οι εκπρόσωποι της ΣΕΣ έλεγαν ότι η Νορβηγία θα δείξει το δρόμο. Μάλιστα, στη Νορβηγία δεν ισχύει η οδηγία Μπολκεστάιν (ισχύουν, όμως, αντίστοιχες οδηγίες).
Οι πιστές στα συμφέροντα της πλουτοκρατίας νορβηγικές κυβερνήσεις έχουν φροντίσει να υπογράψουν την οδηγία για τον Ευρωπαϊκό Χώρο Οικονομικής Συνεργασίας, με βάση την οποία οι αποφάσεις της ΕΕ για την εσωτερική αγορά ισχύουν και για τις 3 χώρες - μέλη της EFTA (Ευρωπαϊκή Ενωση Ελεύθερου Εμπορίου) Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν.
Στην πράξη αποδεικνύεται ότι οι εταιρείες που απασχολούν προσωπικό από ξένες χώρες χωρίς συλλογικές συμβάσεις και με πολύ χαμηλές αμοιβές αυξήθηκαν τα τελευταία 3 χρόνια από 15% σε 309%. Οι Νορβηγοί εργάτες στέλνονται στα ταμεία ανεργίας και απειλούνται έμμεσα ότι για να ξαναμπούν στην αγορά εργασίας θα πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικοί με τους εξαθλιωμένους Ασιάτες που εισάγονται από τα δουλεμπορικά γραφεία. Δηλαδή, είτε εντός, είτε εκτός ΕΕ, τα ίδια κοινωνικά προβλήματα. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και στη Νορβηγία εφαρμόζει ακριβώς την πολιτική που επιβάλλουν τα συμφέροντα των μονοπωλίων στη χώρα αυτή και χρησιμοποιεί σαν άλλοθι την ΕΕ. Εμείς δε θέλουμε, αλλά δεν μπορούμε να πάμε και κόντρα στις αποφάσεις της ΕΕ.
Ετσι, τον περασμένο Γενάρη, είχαμε μια δίκη στο νορβηγικό εργατοδικείο μεταξύ νορβηγικής ΓΣΕ από τη μια, που υπεράσπιζε την κυβερνητική απόφαση να ισχύουν παντού στη Νορβηγία οι συλλογικές συμβάσεις, και συλλόγου εργοδοτών από την άλλη. Την υπόθεση ξεκίνησε ο σύλλογος εφοπλιστών, γιατί ήθελαν να φέρουν ξένους φτηνούς εργάτες στα ναυπηγεία. Η δικαστική απόφαση δικαίωσε σε πρώτη φάση τη νορβηγική ΓΣΕ, όμως οι εργοδότες μετά από ένσταση πέτυχαν να γίνει νέα δίκη στο δικαστήριο της EFTA που εδρεύει στο Λουξεμβούργο τις επόμενες μέρες. Υπόθεση δηλαδή, παράλληλη με τη σουηδική υπόθεση Λαβάλ. Και η κυβέρνηση τώρα και ο εργοδοτικός συνδικαλισμός κάνουν τις εξαπατημένες πεθερές. Αυτοί δεν ήθελαν, αλλά οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας επιβάλλουν άλλα. Και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να περιοριστεί ο ταξικός αγώνας στις αίθουσες των δικαστηρίων, όπου οι αποφάσεις είναι προκαθορισμένες, και όχι στους χώρους δουλειάς και στο εργατικό κίνημα.
Για να πάμε και λίγο στη Φινλανδία, γιατί και εκεί, στην τρίτη κατά σειρά πλουσιότερη χώρα, τα πράγματα για τους εργαζόμενους δεν πάνε και τόσο καλά όσο για το κεφάλαιο. Η φινλανδική σοσιαλδημοκρατούμενη ΓΣΕ αποχώρησε πρόσφατα από τον κοινωνικό διάλογο, στον οποίο είχε το θράσος να πάρει μέρος για να διαπραγματευθεί την κατάργηση και στη Φινλανδία των συλλογικών συμβάσεων και τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία. Οι εργοδότες απαιτούν να ελαττωθεί το δικαίωμα σε διακοπές που σήμερα είναι 5 βδομάδες, χωρίς συγκεκριμένα να λένε πόσο. Επίσης ζητάνε να αποφασίζουν αυτοί ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων το πότε ο εργαζόμενος θα έχει δικαίωμα για διακοπές, που στην πράξη σημαίνει ότι αυτό δε θα συμπίπτει με τις διακοπές των παιδιών που πάνε σχολείο, ούτε με τις διακοπές του συζύγου και θα προκαλέσει μεγάλες κοινωνικές αναταραχές. Το άλλο αίτημα είναι να αυξηθεί χωρίς αποδοχές ο μέσος χρόνος εργασίας και το όριο συνταξιοδότησης από τα 63 που είναι σήμερα να πάει στα 65. Επειδή το αργότερο τον ερχόμενο Μάρτη θα γίνουν εκλογές στη Φινλανδία θέλουν να περάσουν τα μέτρα πριν, για να μην αποτελέσουν εμπόδιο της επόμενης κυβέρνησης και είναι μεγάλη υποκρισία οι εργατοπατέρες να κάνουν κι αυτοί τους εξαπατημένους. Δεν περίμεναν, ισχυρίζονται, τέτοιες προτάσεις, σαν να μην έχουν πληροφορηθεί για το τι συμβαίνει στις άλλες χώρες της ΕΕ και τώρα θα καλέσουν τους εργαζόμενους να αντιδράσουν.
Στις 24 Νοέμβρη ξεκίνησε στη Δανία ο κοινωνικός διάλογος για τη συλλογική σύμβαση των δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται σε δήμους και περιφέρειες. Οι διεργασίες στις ομοσπονδίες έχουν αρχίσει πριν το καλοκαίρι και ακούσαμε μια σειρά εργατοπατερικές φανφάρες ότι αυτή τη φορά οι συνδικαλιστές θα είναι ανένδοτοι και θα απαιτήσουν μεγάλες αυξήσεις που να ανταποκρίνονται στα δεδομένα τού σήμερα. Στις 11 Νοέμβρη, λίγο δηλαδή πριν το ξεκίνημά του, ο πρόεδρος της δανέζικης ΑΔΕΔΥ, σοσιαλδημοκράτης Anders Bondo Christensen, παρουσίασε σοσιαλδημοκρατικά και ξεδιάντροπα, όπως και κάθε άλλη φορά, το διεκδικητικό πλαίσιο της συνομοσπονδίας. Συγκεκριμένα, είπε: Αναγνωρίζουμε ότι βρισκόμαστε σε περίοδο οικονομικής λιτότητας και είμαστε αποφασισμένοι να δείξουμε την απαιτούμενη ευθύνη. Οι 500.000 υπάλληλοι των δήμων και περιφερειών θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι ότι δε θα πάρουν κάποια αύξηση. Οχι μόνο γιατί βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση.Αυτό αφορά το μέλλον. Αλλά και τα χρήματα που έπρεπε να πάρουν οι εργαζόμενοι με βάση τη συμφωνία εξίσωσης μισθών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα πρέπει να τα ξεχάσουν. Εμείς στο όνομα της κοινωνικής ευθύνης δε θα τα απαιτήσουμε. Αντίθετα, θα δώσουμε βάρος στο θέμα της εξίσωσης μισθών μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς και στο περιβάλλον εργασίας.
Αν πάρει κανείς υπόψιν το ότι εργοδότες από τη μεριά τους δηλαδή οι εκπρόσωποι της ΚΕΔΚΕ, που με την εφαρμογή του «Καλλικράτη» έχουν μετατραπεί σε ένα είδος ΣΕΒ, απαιτούν μεγαλύτερη ελαστικότητα και αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας στις 42 ώρες χωρίς καμιά αύξηση, μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. Οπως λέει μια δανική παροιμία 1-0 υπέρ των εργοδοτών.
Μοναδική ελπίδα ο απεγκλωβισμός του εργατικού κινήματος από τον εργοδοτικό και σοσιαλδημοκρατικό συνδικαλισμό και η ανασύνταξή του σε ταξική κατεύθυνση.
Γίνονται καταφανείς από τα παραπάνω ο ενιαίος χαρακτήρας της αντιλαϊκής επίθεσης και οι ευθύνες του εργοδοτικού συνδικαλισμού, που αποτελεί έναν από τους βασικούς της πυλώνες. Γίνεται ακόμη φανερό ότι το ζήτημα δεν είναι το εκτός ή εντός ΕΕ, με ευρώ ή χωρίς ευρώ που φέρνουν στην επικαιρότητα σήμερα δυνάμεις του οπορτουνισμού, ούτε κυβερνήσεις κεντροαριστερών ή κεντροδεξιών συνασπισμών που και αυτό μαγειρεύεται σαν μελλοντική λύση για τη χώρα μας.
Το κύριο είναι ποιος δρόμος ανάπτυξης επιλέγεται. Και επειδή ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης έχει αποτύχει παταγωδώς σε όλες τις χώρες και με όλα τα διαχειριστικά μοντέλα που δοκιμάστηκαν και αρχίζει να γίνεται λαϊκά επικίνδυνος, πρέπει να ξεκινήσουν πιο έντονα οι διεργασίες για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης που βασίζεται στην εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών.
Και ο ελπιδοφόρος αυτός δρόμος της ΛΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ απαιτεί αλλαγή του συσχετισμού δύναμης σε όλα τα επίπεδα και πρώτα απ' όλα την απαλλαγή του εργατικού κινήματος από το σοσιαλδημοκρατικά σχεδιασμένο εργοδοτικό συνδικαλισμό, που αποτελεί την πέμπτη φάλαγγα των εργοδοτών, και την ολική ανασύνταξή του σε ταξική κατεύθυνση, και στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες. Το ελπιδοφόρο αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών στη χώρα μας μπορεί να αποτελέσει σοβαρό σταθμό στη δύσκολη αυτή πορεία.