«ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ» ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ : Συνεχής και ατέρμονη η αντιασφαλιστική επίθεση
«Επειτα από μια δεκαετία μεταρρυθμίσεων που άλλαξαν τα συνταξιοδοτικά συστήματα των περισσότερων κρατών - μελών, υπάρχει τώρα η ανάγκη να αναθεωρηθεί ριζικά το πλαίσιο της ΕΕ».
Γιατί, όμως, υπάρχει η αναγκαιότητα για αναθεώρηση του πλαισίου και μάλιστα ριζική; Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την «Πράσινη Βίβλο» δεν κρύβει λόγια: «Τα συνταξιοδοτικά συστήματα - υποστηρίζει - αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των χρηματοοικονομικών αγορών, και ο σχεδιασμός τους μπορεί να προωθήσει ή να παρακωλύσει την ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού ή του κεφαλαίου». Ομολογεί, δηλαδή, απροκάλυπτα ότι οι συντάξεις είναι τμήμα, και μάλιστα αναπόσπαστο, των χρηματαγορών, είναι μοχλός ανάπτυξης του τραπεζικού και χρηματιστικού κεφαλαίου και σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπηρετούν τις 4 βασικές ελευθερίες του Μάαστριχτ - για να μην ξεχνιόμαστε - και κυρίως την ελεύθερη διακίνηση της εργατικής δύναμης και του κεφαλαίου. Που σημαίνει ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει να υποταχθούν στην απρόσκοπτη δράση των μονοπωλίων, στην επιδίωξή τους για όσο γίνεται μεγαλύτερο κέρδος. Να ποια είναι η αξία των ισχυρισμών όλων αυτών των κυβερνητικών στελεχών, του κόμματος της ΝΔ, αλλά και των δημοσιολογούντων στα αστικά μέσα ενημέρωσης ότι δήθεν οι αλλαγές γίνονται για τη βελτίωση των συντάξεων και την αποκατάσταση της «κοινωνικής δικαιοσύνης».
Στα πλαίσια αυτά, οι νέες «συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις» θα πρέπει να «συμμορφωθούν» και με τη «στρατηγική "Ευρώπη 2020"». Ολα τούτα αποκαλύπτουν την πραγματική αποστολή τόσο των μέχρι τώρα αντιασφαλιστικών μέτρων, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στο σύνολο της ΕΕ, καθώς και αυτών που σχεδιάζονται. Καταρρίπτουν ταυτόχρονα μια σειρά από μύθους, για τη δήθεν «ιδιαιτερότητα» του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, της «αναποτελεσματικότητάς του» κ.λπ. Ακόμα και ο ισχυρισμός περί «βιωσιμότητας» του συστήματος και εδώ και στην ΕΕ, δεν τίθεται γιατί γενικά ενδιαφέρονται για το πώς αυτή η βιωσιμότητα θα εξυπηρετεί τη βελτίωση των παροχών προς τους ασφαλισμένους αλλά στο πώς θα εξυπηρετηθούν οι στρατηγικοί στόχοι του κεφαλαίου. Πίσω από εύηχες φράσεις για τη «βελτίωση της αποδοτικότητας και της ασφάλειας των συνταξιοδοτικών συστημάτων» κρύβεται η ακόρεστη δίψα των μονοπωλίων για την αποδοτικότητα και την ασφάλεια των καπιταλιστικών κερδών.
Αλλωστε, γίνεται καθαρό ότι και τα νέα σχέδια θα ακολουθήσουν την πεπατημένη των μέχρι τώρα μέτρων. Ποια ήταν αυτά τα μέτρα; Η απαρίθμηση που κάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε την ίδια ακριβώς κοινή «ευρωπαϊκή συνταγή»:
- «Ενθάρρυνση» περισσότερων ανθρώπων να εργάζονται περισσότερο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποκτήσουν τα ίδια δικαιώματα που είχαν πριν: αύξηση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση.
- «Ανταμοιβή» όσων συνταξιοδοτούνται αργότερα και «τιμωρία» όσων συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από το κανονικό όριο ηλικίας.
- Υπολογισμός των συνταξιοδοτικών παροχών με βάση το μέσο όρο των αποδοχών ολόκληρου του εργασιακού βίου και όχι με βάση τις αποδοχές των καλύτερων ετών.
- Κατάργηση ή περιορισμός των δυνατοτήτων πρόωρης συνταξιοδότησης. Λήψη μέτρων στην αγορά εργασίας για να ενθαρρύνονται - και να έχουν τη δυνατότητα - οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας να παραμένουν στην αγορά εργασίας.
- Μείωση του μεριδίου των δημόσιων διανεμητικών συντάξεων στη συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη δίνοντας ενισχυμένο ρόλο σε συμπληρωματικά προχρηματοδοτούμενα ιδιωτικά συστήματα.
Στο δρόμο αυτό θα πορευτεί και το επόμενο διάστημα η ΕΕ, καθώς όπως αναφέρεται:
« ...Είναι επείγουσα ανάγκη να καταβληθούν και άλλες προσπάθειες για να γίνουν τα συστήματα πιο βιώσιμα και να συμβάλουν, με τον τρόπο αυτόν, στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ιδίως στις χώρες στις οποίες οι μελλοντικές δημόσιες δαπάνες για συντάξεις προβλέπεται να είναι υψηλές» (!) και αυτό μεταξύ άλλων «συνεπάγεται αύξηση της ηλικίας στην οποία κάποιος σταματά και αρχίζει να παίρνει σύνταξη».
Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλοντας να κάνει μόνιμη και αέναη την αύξηση των ορίων ηλικίας βλέπει με καλό μάτι την αυτόματη αύξησή τους σε συνάρτηση με το προσδόκιμο ζωής, μια «πατέντα» που ήδη εγκαινιάστηκε και στη χώρα μας και περιέχεται στο νέο Ασφαλιστικό που ψήφισε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
«Ορισμένα κράτη - μέλη έχουν αποδείξει ότι μια ελπιδοφόρα πολιτική επιλογή για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων είναι η αυτόματη αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης σε συνάρτηση με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στο μέλλον».
Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, η Επιτροπή θέτει τον προβληματισμό αν τελικά πρέπει να καθοριστεί και ένα γενικό όριο ηλικίας - εννοείται αυξημένο - όπως και κοινές αρχές για τα ασφαλιστικά συστήματα όλων των χωρών μελών - κρατών. Συγκεκριμένα υπογραμμίζει:
«Καθώς οι ηλικίες εξόδου από την αγορά εργασίας είναι ακόμη χαμηλές, το ερώτημα είναι αν, για την εξασφάλιση επαρκών και βιώσιμων συντάξεων, θα ήταν χρήσιμο να καθοριστούν, σε επίπεδο ΕΕ, κοινές αρχές και λύσεις...» Βέβαια, οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι η αύξηση των ορίων ηλικίας και η παραμονή των ηλικιωμένων στην εργασία προσκρούει σε ένα αντικειμενικό πρόβλημα. Στη δυνατότητα του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής να εξασφαλίζει για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού το δικαίωμα στην εργασία. Και επειδή είναι και ρεαλιστές βρίσκουν τη «διέξοδο» στις «ευκαιρίες επανακατάρτισης» και ακόμα στη χρήση των νέων τεχνολογιών:
«Οι νέες τεχνολογίες και υπηρεσίες που επιτρέπουν την εφαρμογή ευέλικτων ρυθμίσεων εργασίας μέσω της τηλεργασίας και της αναβάθμισης των δεξιοτήτων μπορούν να συμβάλουν στη μεγαλύτερη παραμονή των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας στην εργασία».
Παράλληλα, προωθείται η αυτοδέσμευση όλων των κρατών - μελών και των κυβερνήσεων σε μια πολιτική διαρκούς επανεξέτασης και συνεχών αλλαγών στα συνταξιοδοτικά συστήματα ανάλογα με τη μεταβολή των συνθηκών.
«...η δέσμευση για περιοδική αναθεώρηση της επάρκειας και της βιωσιμότητας των συντάξεων θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτικό ή συμπληρωματικό τρόπο διευκόλυνσης της έγκαιρης και ομαλής ανταπόκρισης στη μεταβολή των συνθηκών, πολλές από τις οποίες είναι δύσκολο να προβλεφθούν».
Προκύπτει, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι η επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα θα είναι διαρκής. Οι εργαζόμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με νέες προσπάθειες περιορισμού και συρρίκνωσης των συντάξεων και των παροχών των Ταμείων. Θα βρεθούν, ταυτόχρονα, αντιμέτωποι με την προσπάθεια αντικατάστασης των δημόσιων συστημάτων με νέα ιδιωτικά «κεφαλαιοποιητικά» συστήματα. Με συστήματα, δηλαδή, όπου το βάρος των συντάξεων θα περάσει αποκλειστικά στις πλάτες των ίδιων των εργαζομένων, οι οποίοι αν και θα καταβάλλουν συγκεκριμένες εισφορές κανένας δε θα τους εγγυάται την απόδοση αυτών των εισφορών.
Και αυτή η παράμετρος είναι ίσως η πιο σοβαρή που θα αντιμετωπίσουν και οι εργαζόμενοι στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ενωση επιμένει σε αυτήν την κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι τα ιδιωτικά συστήματα κρύβουν σοβαρούς κινδύνους που ήδη έχουν γίνει ορατοί. Οπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει «τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία έχασαν πάνω από το 20% της αξίας τους το 2008. Επιπλέον, διάφοροι χρηματοδότες (σ.σ. επιχειρήσεις) επαγγελματικών συνταξιοδοτικών ταμείων δυσκολεύτηκαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους». Παρ' όλα αυτά, η ΕΕ κλείνει τα μάτια σε αυτούς τους κινδύνους, αφού έχοντας κάνει καθαρό ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις τα ποσοστά αναπλήρωσης των δημόσιων συντάξεων θα μειωθούν» και με δεδομένο ότι οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις πρέπει να μειωθούν, επιχειρεί να φορτώσει στις πλάτες των ίδιων των εργαζομένων την ευθύνη για τις συντάξεις. Γι' αυτό, όχι απλώς προωθεί τη δημιουργία ιδιωτικών συστημάτων αλλά θέτει και ζήτημα αν θα «πρέπει να περιληφθούν στα μέτρα της ΕΕ τα εκ του νόμου υποχρεωτικά κεφαλαιοποιητικά συστήματα»! Η επιλογή αυτή δεν εξυπηρετεί μόνο τα δημόσια οικονομικά, ταυτόχρονα έρχεται να δώσει λύση από τη σκοπιά του κεφαλαίου σε άλλη μια ανάγκη του που είναι η εξασφάλιση μεγαλύτερης κινητικότητας των εργαζομένων, την μεταπήδησή τους δηλαδή από τον έναν κλάδο στον άλλο και από τη μία χώρα στην άλλη. Ετσι, η ανάγκη των ευρωπαϊκών μονοπωλίων για μεγαλύτερη κινητικότητα της εργατικής δύναμης προϋποθέτει και μεγαλύτερη «κινητικότητα στις συντάξεις».