Επιμόρφωση και επαγγελματική ανάπτυξη
Η διαδικασία της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών απασχολεί τα τελευταία χρόνια τον αστικό προβληματισμό και σε επίπεδο ΕΕ. Υπάρχουν χώρες όπου οι νέοι σπουδάζουν εκπαιδευτικοί (ή εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων) από την αρχή των σπουδών τους και άλλες όπου σπουδάζουν μια επιστήμη και στη συνέχεια παίρνουν παιδαγωγική επάρκεια για να διδάξουν την επιστήμη τους. Στην πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ πάντως υπάρχει διαφοροποίηση και παιδαγωγικές είναι οι σχολές μόνο για τους εκπαιδευτικούς της προσχολικής αγωγής και των πρώτων τάξεων του σχολείου, ενώ για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ακολουθείται το λεγόμενο διαδοχικό μοντέλο όπου η παιδαγωγική επάρκεια δίνεται μετά το πτυχίο.
Το θέμα της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα για την επαγγελματική τους ανάπτυξη έχει απασχολήσει αρκετά αστικά επιτελεία και οργανισμούς, την ΕΕ, τον ΟΟΣΑ, όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων, τις επιτροπές των εθνικών διαλόγων κοκ. Το συμπέρασμα – αφετηρία μέτρων που διατυπωνόταν το 2016 από τη λεγόμενη Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου ή «επιτροπή Λιάκου» ήταν πως «Η Ελλάδα είναι ίσως η τελευταία χώρα στην ΕΕ στην οποία το πτυχίο σε ένα γνωστικό αντικείμενο θεωρείται ικανό προσόν για την παροχή ποιοτικού εκπαιδευτικού έργου». Με βάση αυτό το συμπέρασμα, η υποεπιτροπή που είχε συσταθεί από την Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου της κυβέρνησης για την εξέταση του θέματος της «αρχικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης εκπαιδευτικών», εξέτασε ένα νέο γενικό πλαίσιο για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, που το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν - όπως φαίνεται και από το συμπέρασμά της - ότι η απαραίτητη γνώση για έναν εκπαιδευτικό δεν θα δίνεται μέσα στο πτυχίο του, αλλά μετά από αυτό. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για νέα υποβάθμιση των πτυχίων, εφόσον αυτά θεωρούνται εξ ορισμού ανεπαρκή για να εργαστεί κάποιος ως εκπαιδευτικός.
Νέα εμπόδια ανάμεσα στις σπουδές και στη δουλειά
Η επιτροπή μίλαγε για τη δυνατότητα να παρέχεται η επάρκεια μετά το πτυχίο ή εντός του πτυχίου, σε έναν διακριτό και αυτοτελή κύκλο όμως, που εύκολα στο μέλλον θα μπορούσε να πεταχτεί και εκτός πτυχίου. Θα ακολουθούσε η αρχική πιστοποίηση αυτών που θα έχουν και το πτυχίο και την επάρκεια: «Εναπόκειται στην πολιτεία (...) να καθορίσει τις διαδικασίες πιστοποίησης και επιλογής για τη είσοδο στο επάγγελμα που σήμερα γίνεται από τον ΑΣΕΠ ή στο μέλλον από μια βελτιωμένη εκδοχή του».
Όμως ούτε τα δύο παραπάνω θεωρούνταν από μόνα τους αρκετά για να αποκτήσει κάποιος το δικαίωμα στη δουλειά, οπότε εισηγείται και τη δοκιμαστική περίοδο: «Προτείνεται μια διετής εισαγωγική περίοδος ένταξης στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού (...) Στο τέλος αυτών των δύο χρόνων θα πιστοποιείται η επαγγελματική επάρκεια των εκπαιδευτικών». Σε αυτήν τη δοκιμαστική περίοδο θα περιλαμβάνεται και ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης με στόχο «την καλλιέργεια των ικανοτήτων και παιδαγωγικών δεξιοτήτων καθώς και γνώσεων για το επιστημονικό αντικείμενο που καλούνται να διδάξουν» κ.ά.
Ιδιαίτερη έμφαση είχε δώσει η επιτροπή και στις μεταπτυχιακές σπουδές των Σχολών Εκπαίδευσης «με αντικείμενο τη διδακτική και παιδαγωγική επάρκεια».
Και ακόμα πρόσθετε ότι «η Σχολή θα προετοιμάζει μέντορες οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την εποπτεία και τη διασύνδεση πανεπιστημίου και σχολείου». Εισάγοντας έτσι και το θεσμό του «μέντορα», υιοθετείται ουσιαστικά όλο το «πακέτο» που προέβλεπε ο νόμος 3848/2010 της Α. Διαμαντοπούλου για τη διαδρομή που θα ακολουθεί ένας εκπαιδευτικός μέχρι να μπει στην τάξη: πτυχίο, πιστοποιητικό επάρκειας, πιστοποίηση ΑΣΕΠ, δοκιμαστική διετία, αξιολόγηση από μέντορα.
Και γεννιέται πράγματι το ερώτημα: Γιατί άραγε τις ικανότητες, παιδαγωγικές δεξιότητες και γνώσεις για το επιστημονικό αντικείμενο διδασκαλίας που πράγματι απαιτούνται δεν μπορούν οι νέοι εκπαιδευτικοί να τις αποκτούν από την αρχή μέσα στο πτυχίο τους, μέσα σε υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακές σπουδές που θα τους ετοιμάζουν ως ολοκληρωμένους επιστήμονες εκπαιδευτικούς; Γιατί να μην παίρνει ένας νέος όλη την απαραίτητη γνώση για να εργαστεί ως εκπαιδευτικός μέσα στο πτυχίο του;
Η πρόταση του ΙΕΠ
Ήδη από τότε και μέχρι σήμερα έχουν επέλθει εξελίξεις στην κατεύθυνση υλοποίησης των αναδιαρθώσεων.
Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) το Δεκέμβρη του 2017 κατέθεσε πρόταση προς το υπουργείο Παιδείας για τη νομοθετική ρύθμιση απόκτησης διδακτικής και παιδαγωγικής επάρκειας. Η κυβέρνηση, υιοθετώντας αυτή την εισήγηση, άνοιξε το δρόμο για την απόσπαση της παιδαγωγικής επάρκειας από το πτυχίο, πατώντας στους νόμους των προηγούμενων κυβερνήσεων, υψώνοντας νέα εμπόδια μεταξύ πτυχίου και επαγγέλματος των μελλοντικών εκπαιδευτικών, αλλά και των σημερινών χιλιάδων αναπληρωτών συναδέλφων.
Στόχος τους είναι η παγίωση του άθλιου καθεστώτος της αδιοριστίας, της εργασιακής ανασφάλειας και περιπλάνησης, του "κυνηγητού" προσόντων και πιστοποιήσεων για λίγους μήνες δουλειάς και προϋπηρεσίας.
Στην πρόταση του ΙΕΠ, που νομοθέτησε με κάποιες μεταβατικές διατάξεις το υπουργείο Παιδείας, προβλέπεται:
“... Τα μαθήματα παιδαγωγικού και διδακτικού χαρακτήρα προσφέρονται ή (1) από τα Τμήματα Προπτυχιακών Σπουδών (όπου αυτό είναι δυνατό) ή κυρίως (2) από: (α) την προς ίδρυση ειδική δομή υπό την ευθύνη της Συγκλήτου...” και “...οι απόφοιτοι ώστε να μπορούν να διδάξουν ενότητες μαθημάτων στο σχολείο (π.χ. Φυσικές Επιστήμες και όχι μόνο Φυσική) παρέχονται (1) από τα Πανεπιστημιακά Τμήματα και (2) τις Σχολές (κυρίως για τα μαθήματα των άλλων αντικειμένων της ενότητας, π.χ. όλα τα μαθήματα των Φυσικών Επιστημών) κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών - ως μαθήματα υποχρεωτικά, επιλογής ή και εκτός προγράμματος πτυχίου...”.
Με την πρόταση αυτή δίνεται η δυνατότητα στα Πανεπιστήμια να παρέχουν κύκλο μαθημάτων για την απόκτηση παιδαγωγικής επάρκειας είτε μέσα από τα ίδια τα τμήματα είτε κυρίως από ειδικές δομές όπου θα "πουλιέται" η αντίστοιχη πιστοποίηση.
Η απόσπαση της παιδαγωγικής επάρκειας από το πτυχίο αποσκοπεί στο να σμπαραλιάσει τα πτυχία από τα επαγγελματικά δικαιώματα των μελλοντικών εκπαιδευτικών δημιουργώντας επιπρόσθετα εμπόδια στην άσκηση του επαγγέλματος. Την ίδια στιγμή φτιάχνεται μια καινούργια αγορά όπου θα “πουλιέται και θα αγοράζεται” η επάρκεια των πτυχιούχων. Ήδη η ΑΣΠΑΙΤΕ, το ΕΚΠΑ, αλλά και άλλα πανεπιστημιακά τμήματα έχουν ήδη προχωρήσει στην υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων παιδαγωγικής πιστοποίησης με δίδακτρα για τους υπηρετούντες εκπαιδευτικούς.
Η απόκτηση της παιδαγωγικής επάρκειας έρχεται να προστεθεί στο ατέλειωτο κυνήγι μοριοδοτήσεων, πιστοποιήσεων, διαγωνισμών ΑΣΕΠ και δεκάδων άλλων φίλτρων, κλείνοντας έτσι τη στρόφιγγα για το πόσοι θα δουλέψουν στην Εκπαίδευση με βάση και τις οδηγίες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Σε αντίθεση βέβαια με τις τραγικές ελλείψεις των σχολείων για μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό που θα καλύπτει τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών.
Στο ίδιο το κείμενο του ΙΕΠ προτείνεται η ενοποίηση επιστημονικών αντικειμένων (π.χ. χημικός να μπορεί να διδάξει όλες τις Φυσικές Επιστήμες κ.ο.κ.) με στόχο από τη μια πλευρά να εξοικονομηθεί εκπαιδευτικό προσωπικό στα σχολεία και από την άλλη να υπηρετηθούν οι αντιπαιδαγωγικές αλλαγές στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο που ετοιμάζουν με τον εκπαιδευτικό να διδάσκει μέσω των διπλών και τριπλών αναθέσεων τα πάντα.
Βήμα σε αυτό ήταν η πρόσφατη αλλαγή των αναθέσεων.
Το παράδειγμα του ΕΠΠΑΙΚ της ΑΣΠΑΙΤΕ
Η ετήσια επιμόρφωση, που γίνεται μέσω της ΑΣΠΑΙΤΕ, αφήνει έξω τη μεγάλη μάζα εκπαιδευτικών των κλάδων ΤΕ και άλλων ειδικοτήτων, ενώ για όσους επιλέχθηκαν και εντάχθηκαν στη λίστα καταβάλλονται 600 ευρώ συνολικά (300 ανά εξάμηνο). Τέτοια προγράμματα υπάρχουν κι αλλού (ΕΚΠΑ με 700 ευρώ, Κρήτη με 1500 ευρώ κοκ) ενώ μαζικοποιούνται τα τελευταία χρόνια. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, συνεχίζοντας τις πολιτικές των προηγούμενων, που διόρισαν τους συναδέλφους για κάλυψη συγκεκριμένων εκπαιδευτικών αναγκών σε τεχνικές ειδικότητες, αντί να επιμορφώσει τους εκπαιδευτικούς αυτούς δωρεάν και στο σύνολό τους και να τους παράσχει το παιδαγωγικό πιστοποιητικό, συμβάλλει στο να οξύνεται ο διαχωρισμός - κατηγοριοποίηση μεταξύ των επιμορφωμένων ή μη εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα ενόψει της αντιδραστικής - κρατικής αξιολόγησης. Το κράτος έχει μετακυλίσει τις δικές του ευθύνες στους εκπαιδευτικούς αυτούς, ως ατομική ακριβοπληρωμένη υπόθεση.
Είναι επίσης απαράδεκτο, πέρα από τα 600 ευρώ που καταβάλλονται ετησίως, να μην παρέχονται δωρεάν όλα τα απαραίτητα βιβλία και συγγράμματα, να υπάρχουν μεγάλες μετακινήσεις σε ορισμένες περιοχές, να μη διαθέτουν οι επιμορφούμενοι πάσο ή άλλα ωφελήματα που έχουν οι φοιτητές, να υπάρχει μέριμνα για εκπαιδευτική άδεια - διευκολύνσεις από τις διδακτικές υποχρεώσεις κλπ. Είναι ενδεικτικό ότι από τα Τρίκαλα συνάδελφοι μετακινούνται στο Βόλο, διανύοντας τουλάχιστον τριακόσια χιλιόμετρα καθημερινά, συμπληρώνοντας "στο πόδι" τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες, με μεγάλο κόστος μετακίνησης το οποίο αθροίζεται σ’ αυτό της διατροφής και όλα αυτά μαζί προστίθενται στο κόστος των διδάκτρων. Οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες καλύπτουν αυτή την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, στο όνομα των "αυτοχρηματοδοτούμενων" προγραμμάτων.
Όσον αφορά το περιεχόμενο των παιδαγωγικών καταρτίσεων στην ΑΣΠΑΙΤΕ και όπου αλλού παρέχεται το πιστοποιητικό είναι στον ίδιο «αστερισμό» με ό,τι διδάσκεται στις παιδαγωγικές σχολές. Ο υποκειμενισμός, ο κοινωνικός εποικοδομητισμός, το μάνατζμεντ, οι «δεξιότητες του 21ου αιώνα», η αξιολόγηση κλπ. αποτελούν «σημαία», προετοιμάζουν τους εκπαιδευτικούς να γίνουν υπέρμαχοι των αναδιαρθρώσεων.
Η εμπειρία από την επιμόρφωση Β΄ Επιπέδου
Η επιμόρφωση των 30.000 εκπαιδευτικών που έγινε ή είναι σε εξέλιξη αυτή τη χρονιά, γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο που θεωρεί δεδομένο πχ. την έννοια της εκπαίδευσης ως παράγοντα που κρίνεται από τις ανάγκες τις αγοράς, που κρίνεται από το αν έχει ή όχι «προστιθέμενη αξία», που αναγορεύει ως νέο την «κοινωνία της γνώσης», τις «κοινότητες μάθησης», την αξιολόγηση κλπ., που ασκεί τους εκπαιδευτικούς όχι στο να λειτουργούν μέσα σε ένα ενιαίο αναλυτικό πρόγραμμα αλλά μέσα από σενάρια που διαφοροποιούνται κατά περίπτωση.
Με άλλα λόγια «κουμπώνει» ιδεολογικά η επιμόρφωση με τη στρατηγική των αλλαγών, είναι σε μεγάλο βαθμό χειραγώγηση παρότι συνδυάζεται με πιο «πρακτικά» ζητήματα στο αντικείμενο, σε σχέση με τις παιδαγωγικές σχολές.
Μέσα από αυτό το πρίσμα οι εκπαιδευτικοί θα αξιολογηθούν και τα όποια αποτελέσματα και οι τοποθετήσεις τους θα παραμένουν καταγραμμένα στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της «κοινότητας μάθησης», της ομάδας επιμόρφωσης, δηλαδή, στην οποία εντάχθηκαν.
Πρέπει να σημειωθεί πως ήδη στην επιμόρφωση εμπλέκονται και ιδιωτικές εταιρίες από τις οποίες υλοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις.
Από την επιμόρφωση αυτή έχουν εξαιρεθεί οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί.
Ερώτημα είναι με ποια κριτήρια θα επιλεγούν οι πολύ λιγότεροι εκπαιδευτικοί που θα παρακολουθήσουν το δεύτερο μισό της επιμόρφωσης.
Η κριτική μας στη θέση των ΟΛΜΕ – ΚΕΜΕΤΕ
Η αρμόδια ομάδα των ΟΛΜΕ – ΚΕΜΕΤΕ κινείται στο πλαίσιο της γενικότερης αντιμνημονιακής – αντινεοφιλελεύθερης γραμμής πλεύσης. Παράλληλα βάζει πλάτη για την υλοποίηση των αναδιαρθρώσεων, παρά την επιμέρους κριτική που κάνει σε αυτές.
Έτσι, ενώ καταγράφει - περιγράφει προβλήματα όπως τον ρόλο της επιμόρφωσης στη χειραγώγηση ή στον κίνδυνο καθορισμού της από τις ανάγκες της αγοράς ή στη σχέση που μπορεί να έχει με την αξιολόγηση, δεν τοποθετείται ξεκάθαρα σε κρίσιμες πλευρές και κυρίως στην ανάγκη να παρέχεται η παιδαγωγική επάρκεια μέσα από το πτυχίο. Επιπλέον, ενώ υπάρχει εμπειρία από τα προγράμματα επιμόρφωσης αυτής της χρονιάς, δεν γίνεται καμία αξιολόγησή τους ούτε καταγράφεται κάποια αντίδραση των ΟΛΜΕ – ΚΕΜΕΤΕ, διότι απλούστατα δεν υπήρξε.
Αντίθετα, παραδείγματα που επικαλείται είναι στην κατεύθυνση αποδοχής του μοντέλου της επιμόρφωσης που έχει προωθηθεί διαχρονικά από κυβερνήσεις – ΟΟΣΑ – επιτροπές διαλόγων – ΙΕΠ. Ας μην ξεχνάμε τη στελέχωση του ΙΕΠ από στελέχη της ΟΛΜΕ και του ΚΕΜΕΤΕ, με υποτίθεται «προοδευτικό πρόσημο».
Αλήθεια τι το θετικό ή το αντίθετο σε αυτές τις κατευθύνσεις φέρνει το παράδειγμα της ETUCE που αναφέρεται;
Αντιγράφεται στην εισήγηση η ακόλουθη θέση της ETUCE:
Σύμφωνα με την ETUCE (2016) εάν οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αποκτήσουν και να αναπτύξουν περαιτέρω τις δεξιότητες για τον 21ο αιώνα, χρειάζονται πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας αρχική κατάρτιση και συνεχή επαγγελματική εξέλιξη καθ 'όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Τα προγράμματα επιμόρφωσης θα πρέπει: α) να είναι χωρίς αποκλεισμούς, β) να στοχεύουν στη βελτίωση της πρόσβασης σε ποιοτική εκπαίδευση, γ) να μην βλάπτουν τους όρους εργασίας των εκπαιδευτικών, δ) να έχουν σαν σκοπό την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και ε) να τηρούν τα εθνικά προγράμματα σπουδών. Η αρχική κατάρτιση εκπαιδευτικών και η συνεχής επαγγελματική εξέλιξη πρέπει να παρέχεται δωρεάν, κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας από τις δημόσιες αρχές. Για να μπορέσει ο εκπαιδευτικός να εξελιχθεί επαγγελματικά, χρειάζεται οι Αρχές και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να παρέχουν τα μέσα. Απαραίτητο όμως είναι και το ασφαλές εργασιακό περιβάλλον. (ETUCE, 2016).
-
Αλήθεια τι άλλο αν όχι αποδοχή της κυρίαρχης γραμμής συνιστούν διατυπώσεις από την ομάδα εργασίας του τύπου: «Η επιμόρφωση χαρακτηρίστηκε από γραφειοκρατία και συγκεντρωτισμό, επιλεκτική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου, άκριτη εισαγωγή ξένων μοντέλων χωρίς έρευνα αναγκών, αλλά και προσφορά «ακαδημαϊκής» αυθεντίας χωρίς την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευτικών».
-
Αλήθεια είναι οι ΕΛΜΕ κοινωνικοί εταίροι που συνδιοικούν ώστε να διατυπώνεται το αίτημα «Μαζική ετήσια παιδαγωγική επιμόρφωση με την ευθύνη από κοινού των ΠΕΚ (ή των διάδοχων φορέων), των ΑΕΙ της κάθε περιφέρειας και των ΕΛΜΕ της περιφέρειας».
-
Αλήθεια είναι συνδικαλιστικών οργάνων που διεκδικούν και εναντιώνονται στις αναδιαρθρώσεις ή θέση των κυβερνώντων η παρακάτω πρόταση: «Κοινότητες μάθησης ανά γνωστικό αντικείμενο ή και ευρύτερες, όπου με τη συμμετοχή των ΠΕΚ και ΑΕΙ την κύρια ευθύνη θα έχουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί στην από κοινού αναστοχαστική και κριτική αντιμετώπιση της διδασκαλίας τους, ανταλλαγής εμπειριών, πειραματισμών, υλικών κλπ. Οι συναντήσεις να είναι 1 ή 2 φορές το μήνα. Η διοικητική ευθύνη θα ανήκει στα ΠΕΚ – ΠΕΚΕΣ ενώ το συντονισμό των συναντήσεων να έχουν κυκλικά οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί»!!!
Κι άλλα πολλά θα μπορούσε κανείς να αναφέρει από τα οποία συνάγεται το εξής: ΟΛΜΕ – ΚΕΜΕΤΕ γνωρίζουν καλά που πηγαίνει η κατάσταση αλλά συναινούν, δεν κάνουν ουσιαστική αντιπαράθεση στις εξελίξεις που επιβάλλουν κεφάλαιο και κυβέρνηση στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Για να κάνει κάτι τέτοιο, για να διεκδικήσεις επιμόρφωση που να εξυπηρετεί και να καλύπτει πραγματικά τις σύγχρονες παιδαγωγικές ανάγκες πρέπει να έχεις τοποθετηθεί από τη σκοπιά ενός άλλου σχολείου, μιας άλλης οικονομίας που είναι η βάση του, με στόχο όχι την κερδοφορία των λίγων αλλά την ευημερία της εργατικής τάξης και των παιδιών της.
Ποια είναι η δική μας αντίληψη
Στη δική μας αντίληψη για το σχολείο και το ρόλο του εκπαιδευτικού οι εκπαιδευτικοί ανεξάρτητα από την ειδίκευση, το χρόνο και το βάθος των σπουδών τους, πρέπει να είναι πτυχιούχοι πανεπιστημιακών παιδαγωγικών σχολών.
Αυτό συνεπάγεται υψηλή μόρφωση στις ειδικές επιστήμες, ενίσχυση της ικανότητας στην ερευνητική μεθοδολογία, τη σύνδεση θεωρίας και πράξης, ικανότητα δημιουργικής εφαρμογής των παιδαγωγικών αρχών. Θεμέλιο όλων των παραπάνω αποτελεί η μελέτη, αφομοίωση και γνώση της διαλεκτικής υλιστικής φιλοσοφίας και της πολιτικής οικονομίας, ώστε ο εκπαιδευτικός να κατέχει σε βάθος ένα σύστημα θεώρησης της κοινωνικής εξέλιξης στο οποίο εντάσσονται οργανικά οι επιμέρους γνώσεις.
Η εκπαίδευσή τους θα πρέπει δηλαδή να εξασφαλίζει ταυτόχρονα με την ειδικότητα διδασκαλίας και την παιδαγωγική τους επάρκεια, όχι σαν συμπληρωματικό προσόν, αλλά ως βασικό επιστημονικό υπόβαθρο ενός εκπαιδευτικού ικανού να συνδέει τη θεωρία με την πράξη και μέσα από τη διδασκαλία του ξεχωριστού μαθήματος να συνεισφέρει στην αρμονική διαμόρφωση του διανοητικού και συναισθηματικού κόσμου των νέων. Στις παιδαγωγικές αυτές σχολές θα πρέπει να συνεχίζεται και η περιοδική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Σε αυτές τις συνθήκες, το κράτος πρέπει να έχει την πλήρη ευθύνη της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και τη φέρνει εις πέρας. Έτσι καθίστανται άχρηστες οι οποιεσδήποτε μετέπειτα πιστοποιήσεις, έλεγχοι και διαγωνισμοί για να αποδείξουν οι εκπαιδευτικοί τα προσόντα τους, προκειμένου να μπουν στις σχολικές τάξεις. Εξάλλου, αν σκεφτούμε και σήμερα τους διαγωνισμούς και τους πίνακες του ΑΣΕΠ ή τους πίνακες αναπληρωτών, τις διάφορες μοριοδοτήσεις των εκπαιδευτικών κ.ο.κ. δεν ελέγχουν στην ουσία τη γνώση των εκπαιδευτικών, αλλά ανοιγοκλείνουν τη στρόφιγγα του πόσοι θα δουλέψουν στην εκπαίδευση.
Να διεκδικήσουμε:
-
Καμία σκέψη για απόσπαση της παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας από το πτυχίο. Το πτυχίο να αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση για δουλειά.
-
Μόνιμοι μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων για την κάλυψη των άμεσων αναγκών λειτουργίας των σχολείων. Κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας. Εξίσωση δικαιωμάτων αναπληρωτών και μόνιμων συναδέλφων.
-
Κατάργηση του πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας, του θεσμού του δόκιμου εκπαιδευτικού, όλων των εμποδίων για την εξάσκηση του επαγγέλματος!
-
Ετήσια περιοδική επιμόρφωση για όλους τους εκπαιδευτικούς, με πλήρη απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα, η οποία να υπηρετεί τις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες των μαθητών. Επιμόρφωση ενιαία, δημόσια και δωρεάν, μέσα από παιδαγωγικές σχολές, με κεντρική κρατική ευθύνη και πλήρη και αποκλειστική κρατική χρηματοδότηση.
-
Να επανέλθει η εκπαιδευτική άδεια με αποδοχές και να καλύψει παραπέρα σπουδές.
-
Άμεσα να παρθούν μέτρα για το κόστος και τις προϋποθέσεις επιμόρφωσης, όπως μετακίνηση, διατροφή, συγγράμματα, παροχή πάσο κλπ.