Εργασιακά δικαιώματα, ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό και μισθολογικό καθεστώς

25/05/2018 - 00:00

Συναδέλφισσες - συνάδελφοι,

Το προηγούμενο διάστημα το εκπαιδευτικό κίνημα έδωσε μάχες στο πλευρό των συναδέλφων μας αναπληρωτών για την μονιμοποίηση τους αλλά και την εξίσωση των δικαιωμάτων του με αυτά των μονίμων. Αιτήματα που απαντούν στις καθημερινές ανάγκες τους, όπως η εξίσωση των αδειών, την αναγνώριση της προϋπηρεσίας, το επίδομα ανεργίας, τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, την κάλυψη της μετακίνησης , της σίτισης, της στέγασης, της θέρμανσης, αλλά και την εξίσωση των δικαιωμάτων στα εργασιακά ζητήματα στο πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων και των συλλόγων. Αιτήματα που το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να τα παλέψει πιο αποφασιστικά με όρους κινήματος από τη βάση. Να παλέψουμε για ένα ενιαίο πλαίσιο δικαιωμάτων που να καλύπτει όλους τους αναπληρωτές ανεξάρτητα από πιο ταμείο πληρώνονται. Τα συμπεράσματα που βγήκαν είναι πολλαπλά. Αποδείχθηκε ότι η κυβέρνηση είναι πιστή στην πολιτική που έχει χαράξει με τον ΣΕΒ, την ΕΕ, τον ΟΟΣΑ. Μάλιστα όσοι δεν το κατάλαβαν με την πρώτη, το κατάλαβαν με τα ΜΑΤ, τη βία και τα χημικά. Αποδείχθηκε ότι το παραμύθι των διορισμών πότε 10.000, πότε 20.000 έχει πια ξεφτίσει. Το πρόσφατο παραμύθι των διορισμών μετά το πέρας του μνημονιακού προγράμματος δεν βρίσκει ακροατές. Στον ίδιο δρόμο και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΟΛΜΕ που αντί να οργανώσουν και να αναπτύξουν τον αγώνα, έδιναν εξετάσεις κυβερνητικού συνδικαλισμού στις συναντήσεις κορυφής με το υπουργείο και μάλιστα σε ημέρα άσχετη με κινητοποιήσεις.

Το νέο νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση και αφορά στις δομές υποστήριξης της εκπαίδευσης, φέρνει αλλαγές τόσο στο περιεχόμενο του σχολείου όσο και στις συνθήκες εργασίας μονίμων και αναπληρωτών. Υλοποιείται σταδιακά το σχολείο της αγοράς, του διαφοροποιημένου προγράμματος σπουδών, της ημιμάθειας, του καθηγητή που τα κάνει όλα και συμφέρει, που ανήκει σε ομάδα 4-5 σχολείων και που θα αξιολογείται για την υποταγή του στις κατευθύνσεις της κυβέρνησης. Το ωρολόγιο πρόγραμμα της Β Λυκείου αναδεικνύει ζητήματα ειδικοτήτων, κάλυψης ωραρίου, υπεραριθμιών.

Στην εισήγηση του θέματος παρόλο που αναφέρονται τα εργασιακά δικαιώματα, δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή για αυτά. Φανερώνει την σιγή ιχθύος που θέλουν οι κυβερνητικές παρατάξεις να υπάρξει για να κρυφτεί η συναίνεση τους στις στρατηγικές κατευθύνσεις που ακολουθούν οι αστικές κυβερνήσεις.

Όλα τα προηγούμενα χρόνια βιώσαμε τη μισθολογική υποβάθμιση με την επίθεση στον κατώτατο μισθό, απώλειες που υπολογίζονται σε ποσοστό κοντά στο 60%. Με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου και την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα στο Δημόσιο οι εργαζόμενοι έχασαν άμεσα 4 μισθούς, ενώ στον ιδιωτικό τομέα οι συμβάσεις μειώθηκαν κατά 22% και 33% στους νέους κάτω των 25. Παράλληλα η συνεχώς αυξανόμενη φοροληστεία της εργατικής τάξης μείωσε στο ελάχιστο την αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβιώσει με το εισόδημα που του απομένει. Ο απαράδεκτος διαχωρισμός των εργαζομένων σε άνω και κάτω των 25 ετών, με πρόσχημα το μεγάλο ποσοστό ανεργίας των νέων όχι μόνο δεν έδωσε λύση, αντιθέτως ελαστικοποίησε ακόμη περισσότερο την αγορά εργασίας, επιπλέον αύξησε κατακόρυφα το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ειδικά στις ηλικίες των 40-55 ετών. Στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ δείχνουν την αντικατάσταση των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης με συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας, καθηλώνοντας ακόμη περισσότερο μισθολογικά τους εργαζομένους με μισθούς των 250-300 ευρώ. Το 2014 ήταν στο 50,5%, το 2015 στο 53,05%, το 2016 στο 54,74%, το πρώτο οκτάμηνο του 2017 στο 52,14%. Το ίδιο σύστημα εμφανίζει τους απολυμένους του 2015 να είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους την ίδια χρονιά, που σημαίνει ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων έχασε μια φορά τουλάχιστον τη δουλειά της. Παρ’ όλες τις μειώσεις η ανεργία εκτινάχθηκε στο 26% και διατηρείται σε ποσοστό γύρω του 20% ακόμη και σήμερα. Στα παραπάνω να προσθέσουμε την αλλαγή στον τρόπο υπογραφής των συλλογικών συμβάσεων, την μείωση του χρόνου μετενέργειας αυτών, την αύξηση του χρόνου από δύο μήνες σε ένα χρόνο για την απόδοση αποζημίωσης λόγω απόλυσης, την μείωση του επιδόματος ανεργίας, αλλά και του τρόπου απόκτησης του δικαιώματος σε αυτό, με συνέπεια ένα ελάχιστο ποσοστό ανέργων να εισπράττουν το επίδομα ανεργίας.

Η σημερινή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως συνεχιστής των προηγούμενων κυβερνήσεων, όχι μόνο δεν κατήργησε τους αντεργατικούς νόμους των προηγούμενων, όχι μόνο δεν στήριξε την εργατική τάξη και τα δικαιώματα της, αντιθέτως ψήφισε μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ, ΑΝΕΛ το τρίτο μνημόνιο που τσακίζει ακόμη περισσότερο το λαό, δίνοντας το ταξικό προσανατολισμό της κυβέρνησης ως υπερασπιστής των μονοπωλίων, του μεγάλου κεφαλαίου. Υπέγραψε την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων μέχρι το 2060 εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την επιβολή όλου του αντιλαϊκού πλαισίου ακόμα και μετά την λήξη των προγραμμάτων. Υπογράφει μέτρα που θα ισχύσουν μετά το 2019 όπως η μείωση του αφορολογήτου, η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις. Ανοίγει το δρόμο για ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας εισάγοντας συμβάσεις μηδενικών ωρών, μερικών ωρών, ετοιμότητας, έκτακτης ανάγκης, λευκές συμβάσεις, τηλε-εργασία, νομιμοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Οι «ενώσεις προσώπων» που ίδρυσαν οι εργοδότες για να υπονομεύσουν της συλλογικές συμβάσεις, οι επιχειρησιακές συμβάσεις που κάνουν θραύση με μισθούς ακόμη και κάτω από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η μαθητεία που εισήγαγαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και που η παρούσα αναπτύσσει και μονιμοποιεί αλλά και νομιμοποιεί στη συνείδηση του εργαζόμενου, είναι μερικά από τα όπλα που το αστικό κράτος δημιούργησε για να ισχυροποιήσει την κυριαρχία του. Το πόρισμα της επιτροπής των «σοφών» για τα Εργασιακά αποτέλεσε το άλλοθι στην κυβέρνηση να προχωρήσει στις αλλαγές που κατοχυρώνουν τη ζούγκλα στην αγορά εργασίας και να την επεκτείνουν για λογαριασμό του κεφαλαίου. Οι ομαδικές απολύσεις, το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα, η δυνατότητα υπό προϋποθέσεις εφαρμογής του lockout, η καθιέρωση του υπό-κατώτερου μισθού για τους μη έχοντες εργασιακή εμπειρία ανεξαρτήτου ηλικίας δηλαδή επέκταση του απαράδεκτου ηλικιακού διαχωρισμού, κ.α. είτε έχουν εφαρμοστεί είτε βρίσκονται στον άμεσο σχεδιασμό να εφαρμοστούν. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών της Ε.Ε., που εγκρίθηκαν πρόσφατα με μεγάλη πλειοψηφία, αποτελούν επίθεση στα εργατικά δικαιώματα. Μιλούν για μηχανισμούς που θα επιτρέπουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης των μισθών στις εξελίξεις της παραγωγικότητας, διαφοροποίηση των μισθών ακόμα και ανάλογα την περιφέρεια, τους τομείς και τις εταιρείες. Προωθούν την απασχολησιμότητα με απόκτηση δεξιοτήτων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Επίθεση και στην κοινωνική ασφάλιση μέσω της παράτασης του εργάσιμου βίου και της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης. Οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν άλλη μια επιβεβαίωση ότι οι «βέλτιστες πρακτικές» της Ε.Ε. είναι ναρκοπέδιο για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Όπως βέβαια και ο κάθε λογής κοινωνικός διάλογος που οργανώνει το αστικό κράτος με σκοπό τον καθησυχασμό και την αποδοχή με λιγότερους κραδασμούς όλου του αντιλαϊκού πλαισίου που υπαγορεύει το μεγάλο κεφάλαιο.

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι

Απόλυτα συνδεδεμένο και σε συνέχεια με την εργασία και την υπογραφή των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας είναι η ασφαλιστική και συνταξιοδοτική κάλυψη των εργαζομένων.

Το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό είναι ένα πεδίο, που η κυβέρνηση σε συνέχεια με τις προηγούμενες, με προμελετημένο σχέδιο τσακίζει την κοινωνική ασφάλιση για να στηρίξει ακόμη περισσότερο το κεφάλαιο παρέχοντας του μια αστείρευτη πηγή κερδών. Η συνεχής καταλήστευση των αποθεματικών των ταμείων, με καταθέσεις στις τράπεζες με αρνητικό επιτόκιο για 40 χρόνια στα οποία χάθηκαν περίπου 58 δις. Ευρώ, με το χρηματιστήριο, χάθηκαν 3,5 δις. Ευρώ, με τα δομημένα ομόλογα, με το psi, χάθηκαν 12,5 δις. Ευρώ, οι απώλειες μόνο στην περίοδο της κρίσης ανήλθαν σε 33 δις. Ευρώ, μηδένισαν τον πλούτο που συγκεντρώθηκε στα ταμεία και που πλήρωσε η εργατική τάξη με το αίμα της. Ακόμη και τα όποια αποθεματικά δημιουργήθηκαν στην περίοδο αυτή, η σημερινή κυβέρνηση με εντολή της, τα μετέφερε στην Τράπεζα της Ελλάδος η οποία τα επένδυσε σε ρέπος, ομόλογα κ.α. με αποτέλεσμα τα ταμεία, μη έχοντας ρευστότητα ικανή να καλύψουν τις ανάγκες τους, να χάνουν αρκετά εκατομμύρια από το σπάσιμο των ομολόγων. Ο πλούτος αυτός διοχετεύτηκε και συνεχίζει να διοχετεύεται από τις κυβερνήσεις για να στηρίξει το μεγάλο κεφάλαιο, βιομήχανους, εφοπλιστές, μεγαλοξενοδόχους, μεγαλοεργολάβους, τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, χρηματιστηριακές εταιρείες για να στηριχθεί κάθε φορά η καπιταλιστική ανάπτυξη, για να στηριχτεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Η διαχρονική αντιμετώπιση των αποθεματικών των ταμείων αποδεικνύει ότι δεν αποτελεί ούτε «μνημονιακή» υποχρέωση αλλά ούτε και «νεοφιλελεύθερη» συνταγή, όπως θέλουν να το παρουσιάσουν. Αποτελεί στρατηγική του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Στον ίδιο δρόμο και η παρούσα κυβέρνηση που σε αγαστή συνεργασία με τον ΣΕΒ ξεδίπλωσε τη νέα επίθεση στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα του λαού. Άλλωστε μόνιμη επιδίωξη του ΣΕΒ είναι να ξεμπερδεύουν με το ασφαλιστικό. Δεν είναι καθόλου τυχαίες οι επευφημίες της κυβέρνησης προς τους μεγαλοεργοδότες για τη συνετή στάση που έχουν επιδείξει όλο το προηγούμενο διάστημα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ, το ΔΝΤ και ο ΣΕΒ ανάγουν το ασφαλιστικό ως τροχοπέδη της βιώσιμης ανάπτυξης, βαρίδι για τα δημόσια οικονομικά, αφού δημιουργούν πίεση για αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων και με αφορμή την δήθεν αδικία μεταξύ των γενεών προτείνουν την περεταίρω μείωση των συντάξεων και επιπλέον τα συνταξιοδοτικά προγράμματα θα πρέπει να προβλέπουν την παγίωση, την περαιτέρω ανάπτυξη και τη βελτίωση των τριών πυλώνων των συστημάτων συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, δηλαδή ιδιωτική ασφάλιση, επαγγελματικά ταμεία, δημόσιο σύστημα ασφάλισης. Αυτό λοιπόν το ευρωπαϊκό κεκτημένο που υπερασπίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, δήθεν ως ασπίδα προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ουσιαστικά απαλλάσσει του εργοδότες από την υποχρέωση να συμμετέχουν στην ασφαλιστική – συνταξιοδοτική κάλυψη και παράλληλα ανοίγεται το πεδίο των ιδιωτικών παροχών υγεία και ασφάλισης πράγμα που δίνει απεριόριστο χρήμα στα ταμεία των ασφαλιστικών εταιρειών, ιδιωτικών νοσοκομείων, κ.α. Νεότερες έρευνες δείχνουν ότι τα λαϊκά νοικοκυριά μείωσαν τις δαπάνες τους στο τομέα της διατροφής ενώ αύξησαν τις δαπάνες για την υγεία πράγμα που επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό και αποτυπώνει τόσο τις επιβαρυντικές επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία των πολιτών αλλά και την αδυναμία του συστήματος υγείας να τις καλύψει. Αδυναμία που απορρέει από τη στρατηγική υποβάθμισης όλων των δημόσιων δομών και παροχών υγείας ώστε να στραφεί ο λαός στην ιδιωτική παροχή υγείας και ασφάλιση. Είναι η στρατηγική που υποβάθμισε και εν τέλει ξεπούλησε τις δημόσιες ΔΕΚΟ, την Ολυμπιακή, τα αεροδρόμια, ξεπουλάει το ρεύμα, το νερό, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες και όλη τη δημόσια περιουσία.

Στην αντίπερα όχθη βεβαίως η εργατική τάξη.

Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους όπως το αποκαλούν, μεταφράζεται σε αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, ενώ για το λαό μεταφράζεται σε περικοπές συντάξεων κύριων και επικουρικών, επιδομάτων όπως το ΕΚΑΣ, περικοπές σε υγεία και πρόληψη.

Η μετατροπή της κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιουχική από διανεμητική που ήταν, μειώνει ακόμη περισσότερο τη σύνταξη που μετατρέπεται πλέον σε επίδομα αλλά και τη δυνατότητα πρόσβασης των εργαζομένων σε αυτή, αφού σε συνδυασμό με τα 67 έτη ή στα 62 με 40 χρόνια ασφάλισης η μεγάλη πλειοψηφία αποκλείεται. Καλείται ο συνάδελφος εκπαιδευτικός με τη μαγκούρα στο χέρι να διδάσκει, μέχρι να πεθάνει. «Ο καθένας υπεύθυνος για τη σύνταξη του» είναι το μότο του νέου ασφαλιστικού νόμου. Η σύνταξη χωρίζεται σε εθνική και αναλογική με την μεν πρώτη να είναι στα 384 ευρώ, ενώ η άλλη να υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης που ξεκινάει από το 0,8% του μισθού για τα πρώτα χρόνια και φτάνει στο 2% στα τελευταία. Δηλαδή κάθε εργαζόμενος θα διαφέρει από τον άλλον, θα έχει διαφορετικά κριτήρια και προϋποθέσεις για την ασφάλιση του, τη σύνταξη του. Θύματα του οι νέοι μιας και αυτοί μη έχοντας πρόσβαση στην αγορά εργασίας χάνουν το δικαίωμα στην ασφάλιση αλλά και στη σύνταξη. Οι συνάδελφοι αναπληρωτές που με τα πεντάμηνα, εξάμηνα, οκτάμηνα το πολύ δεν θα έχουν τις προϋποθέσεις για να βγουν στη σύνταξη αλλά και όταν την αποκτήσουν θα είναι επίδομα.

Στις 11 μειώσεις που δέχθηκαν οι συνταξιούχοι από τις προηγούμενες κυβερνήσεις προστέθηκαν σχεδόν άλλες τόσες από την παρούσα κυβέρνηση και φυσικά ούτε λόγος για την 13η και 14η σύνταξη που και αυτή εξανεμίστηκε στη λογική ότι ενσωματώθηκε στην μηνιαία σύνταξη. Όσον αφορά τους παλιούς συνταξιούχους μπορεί να μην έχουν υποστεί ακόμα μεγάλες μειώσεις αφού για αυτούς υπάρχει η προσωπική διαφορά, όμως όταν τελειώσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας τα ποσά της προσωπικής διαφοράς θα επιστραφούν αναδρομικά. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και οι αναπηρικές συντάξεις με τον υπολογισμό τους ως ποσοστό της εθνικής σύνταξης. Ψαλίδισμα 10% στο εφ’ άπαξ των δημοσίων υπαλλήλων, που μετά από χρόνια καθυστέρηση αρχίζει η καταβολή του.

Μέρα με τη μέρα εντείνεται η πολύμορφη επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη στα τα δικαιώματα της. Ακόμη και οι όποιες υποσχέσεις προς μερίδα των εργαζομένων, όπως ελεύθερους επαγγελματίες & επιστήμονες, αγρότες κ.α. που είχαν μια προσωρινή ελάφρυνση αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες. Με συνοπτικές διαδικασίες παίρνονται πίσω στο όνομα της αξιολόγησης και της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων. Βέβαια αυτή η βάρβαρη και αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση πάει χέρι – χέρι με την καταστολή. Αυτό το ένιωσαν οι απόμαχοι της δουλειάς, που διαπίστωσαν τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μπροστά στα ΑΤΜ των τραπεζών, τους περίμενε η ωμή βία του «αριστερού» αστικού κράτους. Το ένιωσαν οι εκπαιδευτικοί που διεκδίκησαν το δικαίωμα τους στην εργασία, το ένιωσαν οι φοιτητές που διεκδίκησαν το δικαίωμα τους στη στέγη. Και σε αυτόν τον τομέα η κυβέρνηση απέδειξε ότι «το κράτος έχει συνέχεια». Το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και τώρα η συγκυβέρνηση στρέφεται ενάντια σε όποιον αντιστέκεται, σε όποιον οργανώνεται και διεκδικεί, σε όποιον αμφισβητεί την εξουσία του κεφαλαίου, σε όποιον θέλει υγεία , παιδεία, αξιοπρεπή σύνταξη, πολιτισμό, αθλητισμό, δουλειά. Όλα αυτά που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να προσφέρει απλόχερα και σε υψηλό επίπεδο.

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι,

Οι αστικές κυβερνήσεις έχουν πάντα τους σύμμαχους τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός που έχουν διαμορφώσει τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ, ΔΟΕ, ΠΟΕ-ΟΤΑ κ.α. κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους τόσο για να συμβιβάσουν τον κόσμο, να τον ενσωματώσουν στο σύστημα, να τον απενεργοποιήσουν. Όχι μόνο δεν αντιπαλεύουν αυτές τις πολιτικές αντιθέτως τις στηρίζουν, υπερασπιζόμενοι την καπιταλιστική ανάπτυξη πουλώντας ψεύτικές ελπίδες στους εργαζόμενους ότι η ευημερία του είναι συνδεδεμένη με την αύξηση των κερδών των καπιταλιστών. Πρώτοι πιάνουν στασίδι σε κάθε «εθνικό διάλογο» που στήνουν οι κυβερνήσεις, υιοθετούν επιχειρήματα περί ανταγωνιστικότητας, επιχειρηματικότητας, ανοίγουν το δρόμο για να υποταχθεί το κίνημα στους σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τη στάση της ΓΣΕΕ στο δημοψήφισμα, τις θέσεις των ΠΟΕ-ΟΤΑ και ΑΔΕΔΥ για τα επαγγελματικά ταμεία, βούτυρο στο ψωμί των εργοδοτών, τις θέσεις τους για τις απεργίες ως παρωχημένη μορφή πάλης . Συνένοχες και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που έσπειραν αυταπάτες για μια δήθεν αριστερή κυβέρνηση που θα έλυνε τα προβλήματα. Στήνουν ξεδιάντροπα την «κοινωνική συμμαχία» για να στηρίξουν την κυβερνητική εναλλαγή, ζητούν ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, αναγάγουν τον σχεδιασμό της αστικής τάξης σε εθνικό σχεδιασμό για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, θέλουν να υποτάξουν τους εργαζόμενους στους σχεδιασμούς τους, ζητούν να δοθούν «κίνητρα» στις επιχειρήσεις δηλαδή φοροαπαλλαγές. Δεν είναι τυχαίο ότι πιάνουν στασίδι σε όλα τα αναπτυξιακά συνέδρια – φιέστες που διοργανώνει η κυβέρνηση μαζί με όλες τις εργοδοτικές οργανώσεις.

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις οι εργαζόμενοι έχουν να επιλέξουν το δρόμο του αγώνα, που ξεκινάει από την οργάνωση στο σωματείο, την ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων και την απομόνωση του εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού, τη δημιουργία και ανάπτυξη συμμαχιών με γονείς, μαθητές, εργαζόμενους άλλων κλάδων, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες. Με γραμμή ρήξης και ανατροπής του βάρβαρου καπιταλιστικού συστήματος που δίνει προοπτική για αγώνες πολύμορφους, αποφασιστικούς, με διάρκεια και αποτελεσματικούς. Γραμμή που αναπτύσσει και ενισχύει τη ταξική συνείδηση των εργαζομένων, μακριά από συμβιβασμούς, αυταπάτες, απογοητεύσεις.

Η εργατική τάξη δεν έχει κανένα λόγο να περιμένει άλλο, δεν πρέπει να συμβιβαστεί με τη φτώχεια του, με την ανεργία , πρέπει να οργανωθεί, να συσπειρωθεί στα σωματεία του και να διεκδικήσει :

  1. Την κατάργηση όλου του αντεργατικού πλαισίου, διατάξεων και νόμων από το 2010 μέχρι σήμερα.

  2. Την κάλυψη των απωλειών σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές.

  3. Λέμε ΟΧΙ στους φόρους και απαιτούμε να πληρώσει το κεφάλαιο.

  4. Διεκδικούμε τα δικαιώματά μας με βάση τις σύγχρονες ανάγκες μας.

Καλούμε την εργατική τάξη να βγει μπροστά, να κάνει δική της υπόθεση την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών, τη κρίση να πληρώσει η πλουτοκρατία.

Βασική Κατηγορία: 

Νέα από το Π.Α.ΜΕ

Τελευταία νέα

Τα πιο διαβασμένα