Πολυνομοσχέδιο Άρθρο 49: Ένα άρθρο «βλαβερό» για τα μορφωτικά δικαιώματα αλλά και για την Υγεία της εκπαιδευτικής κοινότητας
ΑΡΘΡΟ 49 ΤΟΥ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ- ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ «ΒΛΑΒΕΡΟ» ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΡΦΩΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας εν μέσω πανδημίας προχωρά σε μια πράξη εχθρική για τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους γονείς,, αναρτώντας σε μια προσχηματική δημόσια διαβούλευση, αφού όλα τα έχει προαποφασίσει, το νομοσχέδιο για την Εκπαίδευση με τον παραπλανητικό τίτλο «Αναβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου».
H δήλωση της Υπουργού Παιδείας πως το κράτος έχει συνέχεια και ότι η κυβερνητική πολιτική συνεχίζεται και εν μέσω πανδημίας, και μετά από αυτή, είναι αποκαλυπτική και φανερώνει πως η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την πανδημία για να επιταχύνει με τις λιγότερες αντιδράσεις τον αντιεκπαιδευτικό της σχεδιασμό. Έναν σχεδιασμό που αποτελεί ακόμα έναν κρίκο στη μακριά αλυσίδα των αστικών- καπιταλιστικών προσαρμογών στη δομή, το περιεχόμενο και τη λειτουργία του σχολείου.
Αποδεικνύει ότι κάθε κυβέρνηση αξιοποιεί και χτίζει επάνω στο νομοθετικό πλαίσιο που παραλαμβάνει και εκ των πραγμάτων η πολιτική της χειροτερεύει τη ζωή μας. Ειδικά από το 2010 και ύστερα, η υλοποίηση αυτών των προσαρμογών, με αφορμή την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, συνδυάστηκε με μια πολιτική σκληρών περικοπών χρηματοδότησης και υποδομών, στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την περίφημη «εξοικονόμηση». Οι κυβερνήσεις ΝΔ ΠΑΣΟΚ πριν από το 2015 και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έως το καλοκαίρι του 2019, αυτή την πολιτική εφάρμοσαν. Αυτή την πολιτική συνεχίζει και η σημερινή κυβέρνηση.
Μέσω λοιπόν του νομοσχεδίου επιχειρείται να υλοποιηθούν βαθύτερα οι βασικές κατευθυντήριες επιταγές της Ε.Ε, του ΟΟΣΑ, των απαιτήσεων του ΣΕΒ, για ένα «σχολείο της αγοράς» που θα είναι φτηνό για το κράτος, κερδοφόρο για τις επιχειρήσεις, ακριβό για τους γονείς, εξουθενωτικό για τους εκπαιδευτικούς. Για ένα σχολείο που εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές θα αντιμετωπίζονται όχι ως πολύτιμες μονάδες στην περάτωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά ως απλοί αριθμοί που θα αυξομειώνονται αριθμητικά κάτω από το πρίσμα της λογικής κόστους-οφέλους. Για ένα σχολείο που θα στρέφει τον μαθητή από πολύ νωρίς στην πρόωρη κατάρτιση (δεξιότητες), χωρίς ολόπλευρη μόρφωση, ώστε να αποτελεί την αυριανή, κακοπληρωμένη, ευέλικτη βάρδια της εργατικής τάξης. Για ένα σχολείο πολλών ταχυτήτων που θα ενισχύεται η τάση διαφοροποίησης και κατηγοριοποίησης.
Έτσι, λοιπόν, συγκεκριμένα άρθρα ενισχύουν τις δεξιότητες (εισαγωγή Αγγλικών στο νηπιαγωγείο, εργαστήρια δεξιοτήτων, ηλικιακό όριο τα 17 έτη για εγγραφή στα ΕΠΑΛ με ταυτόχρονη στροφή στην κατάρτιση, άλλα ενισχύουν την εμπορευματοποίηση της παιδείας καθιστώντας τη ακριβό εμπόρευμα ( τράπεζα θεμάτων), κάποια ενισχύουν την κατηγοριοποίηση (πρότυπα σχολεία, πρότυποι εσωτερικοί κανονισμοί με εμπλοκή δήμων, επιχειρήσεων και γονέων) και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Μέσο επιβολής και περάσματος όλων αυτών των αναδιαρθρώσεων θα είναι η αξιολόγηση της μονάδας και του εκπαιδευτικού που θα κρίνει ικανό όποιον υλοποιεί τις κατευθύνσεις και ανεπαρκή όποιον προβάλλει αντιστάσεις και νιώθει ακόμα παιδαγωγός και όχι πλασιέ των επιχειρήσεων.
Θα ήθελα όμως ιδιαίτερα να σταθώ στο πιο κραυγαλέο παράδειγμα «αναβάθμισης» του δημόσιου σχολείου, επιτομή της λογικής κόστους-οφέλους.
Πρόκειται για το άρθρο 49 με το οποίο η κυβέρνηση όχι μόνο δεν αναβαθμίζει το σχολείο, αλλά απροκάλυπτα αναδεικνύει το σκληρό της πρόσωπο. Αναδεικνύει πόσο βαθιά αντιπαιδαγωγική, πόσο βαθιά ταξική για τα μορφωτικά δικαιώματα, αλλά και επικίνδυνη για την υγεία του λαού, είναι η εκπαιδευτική της πολιτική.
Με τι περίσσιο θράσος λοιπόν η κυβέρνηση τολμάει να μιλάει για αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου όταν με το άρθρο 49 στοιβάζει έως και 26 νήπια και προνήπια αλλά και μαθητές του δημοτικού σε κάθε τμήμα, ενώ στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο ο αριθμός θα καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση, κάτι που ίσως αποδειχθεί ακόμα χειρότερο;
Πόσο ειλικρινής μπορεί να είναι η έγνοια της κυβέρνησης για το άνοιγμα των σχολείων με ασφαλείς όρους εν μέσω πανδημίας, όταν την ίδια ώρα θα στοιβάζει τα παιδιά του λαού σε συνθήκες έντονου συγχρωτισμού; Τι θα γίνει άραγε αν από το φθινόπωρο έχουμε ξανά επιδημία κορωνοϊού;
Πόσο μεγάλος αναχρονισμός και όχι αναβάθμιση είναι ως προς τους όρους που διεξάγεται η εκπαιδευτική διαδικασία η αύξηση των μαθητών στο τμήμα;
Και κάτι ακόμα σημαντικό:
Το άρθρο 49 δεν ορίζει μόνο την αύξηση του ανώτερου ορίου των μαθητών σε κάθε τμήμα, αλλά και το ελάχιστο όριο των μαθητών. Με την πρόβλεψη για ελάχιστο όριο 16 μαθητών για τα διθέσια και άνω νηπιαγωγεία και 20 μαθητών για τα 7θέσια και άνω δημοτικά είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα κλείσουν πολλά τμήματα, θα μειωθούν κατά πολύ οι προσλήψεις των αναπληρωτών συναδέλφων.
Έτσι δικαιολογείται και η μείωση για προσλήψεις αναπληρωτών κατά 25% στον προϋπολογισμό από το Πρόγραμμα Δημοσίων Δαπανών για το επόμενο σχολικό έτος. Ακόμα, πολλοί μόνιμοι εκπαιδευτικοί (και δάσκαλοι) θα χρειαστούν να μετακινηθούν, αφού θα κρίνονται υπεράριθμοι, ενώ οι εκπαιδευτικοί των ειδικοτήτων θα πηγαίνουν σε περισσότερα σχολεία για να συμπληρώσουν ωράριο. Τέλος, οι γονείς θα αναγκάζονται να εγγράφουν τα παιδιά τους σε σχολεία πολύ πιο μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, αν στο σχολείο στο οποίο ανήκουν δε συμπληρώνεται ο ελάχιστος αριθμός μαθητών ανά τμήμα (16 και 20 αντίστοιχα).
Ειδικά σε περιοχές που υπάρχει έντονο δημογραφικό πρόβλημα όπως το Πέραμα το ελάχιστο όριο των μαθητών στην τάξη θα δημιουργήσει σχολεία πολλών ταχυτήτων. Κάποια σχολεία θα γιγαντωθούν και κάποια θα συρρικνωθούν αισθητά.
Γενικότερα από τα στοιχεία που προκύπτουν όσον αφορά την Α΄ Δημοτικού στην Α΄ Πειραιά, αν εφαρμοστεί το άρθρο 49 θα έχουμε 68 λιγότερα τμήματα, πράγμα που θα αποτελέσει σοβαρότατο πλήγμα στο δημόσιο σχολείο και μάλιστα σε λαϊκές γειτονιές.
Απέναντι στα σχέδια της κυβέρνησης θα πρέπει εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές να απαιτήσουν την απόσυρση του νομοσχεδίου. Να διεκδικήσουν αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την Παιδεία, 15 μαθητές στην τάξη για το νηπιαγωγείο και Α΄ και Β΄ δημοτικού και 20 για τις υπόλοιπες, κατάλληλες υποδομές και τεχνολογικό εξοπλισμό σε κάθε σχολείο. Μονιμοποίηση όλων των εκπαιδευτικών (περίπου 40.000) που εργάστηκαν τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΤΙΣΤΑΣ,
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ- ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ «Ν. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ»
ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΜΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ